Εξαναγκάζοντας» τον Θεό να ακούσει την προσευχή σου
–Που λες, Μιχάλη τον λέγανε. Τον ήξερα εγώ προσωπικά. Στη Μυτιλήνη ζούσε, σ’ ένα κεφαλοχώρι. Άνθρωπος τιμιος, εργάτης, με φόβο Θεού πάνω του. Οικοδόμος ήταν. Μεροδούλι – μεροφάι. Όλη τη μέρα στη δουλειά, και το βραδυ στο σπίτι, στην οικογένειά του. Ειχε γυναίκα και οχτώ παιδιά. Ούτε ένα, ούτε δύο. Οχτώ του Θεού τα είχε. Η γυναίκα του δεν εργαζόταν. Και να ’θελε, που να ευκαιρήσει με οχτώ παιδιά; Ένα ημερομίσθιο, και μ’ αυτό, με τη βοήθεια του Θεού, τα ’βγαζαν πέρα. Δεν τους άφηνε ο Θεός.
Δεν τους άφηνε ο Θεός, γιατί εκείνοι δεν Τον άφηναν. Κατάλαβες; Ήταν θεοσεβούμενη οικογένεια η οικογένεια του κυρ-Μιχάλη, παιδί μου. Από την εκκλησία δεν έλειπαν Κυριακές, γιορτές, και στη ζωή τους πολύ προσεκτικοί. Και με ελεημοσύνες επιπλέον, όσο μπορούσαν. Τι να μπορούσαν δηλαδή; απ’ το υστέρημά τους οι άνθρωποι. Κυλούσε η ζωή τους ήσυχα, κι αυτοί δόξαζαν τον Θεό.
Κάποτε όμως ήρθαν μέρες δύσκολες. Αναδουλειές στο νησί. Άρχισε να στενεύεται ο κυρ-Μιχάλης. Πως να τα καταφέρνει δέκα στόματα να τρέφει καθημερινά; Κι η καημένη η γυναίκα από την άλλη πιο πολύ δυσκολευόταν. Ξέρεις τι ’ναι να ξημερώνει, και να μην ξέρει η μάνα αν θα βρεί να ταΐσει τα μικρά της; Μαρτύριο σωστό για τη μητρική καρδιά.
Και έφτασε κι η μέρα που δεν είχε τίποτε στο σπίτι να δώσει στα παιδιά. Αδειανά όλα τα ράφια. Κοίταξε χλωμή, πανιασμένη τον άντρα της:
–Αν σήμερα δεν φέρεις κάτι στο σπίτι, του ’κανε, να ξέρεις, τα παιδιά θα μείνουν νηστικά. Ούτε ψίχουλο δεν υπάρχει.
Έφυγε ο Μιχάλης για την πιάτσα, μπας και βρεί τίποτε. Στο δρόμο περνούσε έξω απ’ τον κοιμητηριακό Ναό του χωριού. Κοντοστάθηκε μια στιγμή κι αμέσως το αποφάσισε. Άλλαξε το προγραμμά του.
–Δεν θα πάω στην πλατεία. Θα μπω εδώ. Μπήκε στην εκκλησιά. Έκανε το σταυρό του. Άναψε το κερί και κατευθύνθηκε μπροστά στο τέμπλο. Έπεσε στα γόνατα, σήκωσε τα χέρια του και παρακαλέθηκε:
–Οχτώ τα έχω, Χριστέ μου. Δικά Σου είναι, Εσύ μου τα ’δωσες. Εσύ που μου τα ’δωσες, φρόντισε να τα θρέψεις. Δεν έχουν τίποτε για σήμερα να φάνε.
Έμεινε λίγη ώρα έτσι γονατισμένος και τέλος ξαναμίλησε:
–Εγώ δεν φεύγω από ᾿δω, Χριστέ μου, αν δεν μου φέρεις να ταΐσω τα παιδιά μου, που δεν είναι δικά μου δικά Σου είναι. Είπε, και κατευθύνθηκε στο αναλόγιο. Πήρε το Ψαλτήρι κι άρχισε να διαβάζει.
Δεν θα ’χε περάσει μισή ώρα, κι απεξω ακούστηκαν συνομιλίες. Στην αρχη δεν έδωσε σημασία. Μετά διέκρινε τη φωνη του παπά τους. Μιλούσε με καποιον άγνωστο. Έπιασε μια λέξη, αν ακουγε καλά…
–Έναν οικοδόμο πρέπει να βρείς.
Πετάχτηκε έξω.
–Παπα-Γιάννη, την ευχή σου.
–Να τος! φώναξε ο παπάς. Τον ξέρεις τον Μιχάλη;
Κι αμέσως προς τον Μιχάλη:
–Μιχάλη, τον γνωρίζεις τον κύριο;
–Όχι, απάντησε εκείνος.
–Είναι του Γρηγόρη του…, μακαρίτης τώρα, απ’ τον απάνω μαχαλά. Μας ήρθε χθες απ’ την Αμερική, χρόνια τώρα εκεί, δυό δεκαετίες κοντά. Τον θυμάσαι;
–Άμα λες, παπά μου, δυό δεκαετίες, εγώ ακόμα δεν ήμουν εδώ. Μετά εγκαταστάθηκα στο χωριό. Τον πατέρα του τον μακαρίτη τον έχω ακουστά.
–Κύριε Μιχάλη, είστε οικοδόμος;
–Ναί, παιδί μου.
–Ενδιαφέρομαι να φτιάξω τον τάφο των γονέων μου. Θέλω να χτίσω κάτι ωραίο, επίσημο, σαν τύμβο. Σαν εικονοστάσι. Να χωράει κανείς να μπεί μέσα, ν’ ανάψει το κερί, το καντήλι. Κατάλαβες; Ξέρεις από τέτοια;
–Πως δεν ξέρω, παλληκάρι μου. Έχω φτιάξει κι άλλοτε.
–Πόσα θέλεις να μου το φτιάξεις;
Κοντοστάθηκε ο κυρ-Μιχάλης. «Να πω εκατό χιλιάδες δραχμές», πήρε να σκεφτεται, «μην του φανούν πολλά. Να πω εβδομήντα;».
–Διακόσιες χιλιάδες σού φτάνουν;
–Ε, δεν διαθέτω περισσότερα. Δέχεσαι;
–Δέχομαι.
–Παρ᾿ τα.
Και του έδωσε στο χέρι φάκελλο φουσκωμένο.
Με τρεμάμενα χέρια ο κυρ-Μιχάλης ο οικοδόμος ξαναμπήκε στην εκκλησιά. Επεσε στα γόνατα μπροστά στο τέμπλο και έκλαψε. Ώρα πολλή. Κάποτε σηκώθηκε και ξεκίνησε για το σπίτι του. Στη γυναίκα του και τα οχτώ παιδιά του. Του Θεού όλα.
–Κατάλαβες, παιδί μου; κατέληξε ο γέροντας Πνευματικός. Αυτός ο ανθρωπος με την πίστη του, την προσευχή του, έτσι που την έκανε, πως να πούμε τον εξανάγκασε τον Θεό. Έτσι δεν είναι; Γιατί η πίστη, η αληθινή, η ακράδαντη, αυτό κάνει. Εξαναγκάζει τον Θεό. Συμφωνείς;