Οι Άγγελοι είχαν μαντήλια και σκούπιζαν τον ιδρώτα των μοναχών
Στην περιοχή της Άγιας Άννας στο Άθωνα ήταν ένα καλογέρι το οποίο κουβαλούσε τσουβάλια στάρι από τον αρσανά επάνω. Πολύς κόπος και πολλοί ίδρωτες.
Μια στιγμή άρχισε να λέγει με το λογισμό του. «Άραγε έχουμε μισθό για το τόσο κόπο και τους τόσους ιδρώτες που χύνουμε κάνοντας υπακουή στους Γεροντάδες μας;»
Ενώ, συλλογιζόταν αυτά, κάθισε λίγο να ξεκουραστεί. Τότε του ήρθε λίγος ύπνος. Μεταξύ ύπνου και εγρηγόρσεως, βλέπει την Παναγιά μπροστά του.
«Μη στεναχωριέσαι, τέκνο του λέει. Οι ιδρώτες αυτοί που χύνεις για την υπάκουη, κουβαλώντας τα τρόφιμα, ως μαρτυρικό αίμα ενώπιον του Υιού μου λογίζεται».
Ήρθε στον εαυτό του ύστερα και του έφυγαν οι λογισμοί, του έφυγε η στεναχώρια. Κι οι πατέρες το έγραψαν στο πεζουλάκι και όποιος περνά από κει το διαβάζει.
Κοντά στο καθολικό της άγιας Άννας, υπάρχει ένα σπιτάκι, που λέγεται του «Πατριάρχου».
Εκεί ασκήτευε ένας Πατριάρχης ονόματι Κύριλλος.
Εγκατέλειψε τον πατριαρχικό θρόνο και ήλθε και έγινε καλόγερος.
Οι πατέρες κουβαλούσαν τα πράγματα στη πλάτη. Λέγουν στον Πατριάρχη. «Εσύ γέροντας είσαι, παναγιότατε και αμάθητος, να σου πάρουμε ένα γαϊδουράκι, να φορτώνεις τα τρόφιμα σου». Του πήραν ένα γαϊδουράκι και κατέβαινε με αυτό.
Μια μέρα, ενώ ανέβαινε ο Πατριάρχης με το ζώο και οι άλλοι πατέρες με τα τρόφιμα στην πλάτη τους, κάθισαν λίγο να ξεκουραστούν. Ξαφνικά ο Πατριάρχης, μεταξύ ύπνου και εγρηγόρσεως βλέπει την Παναγιά μαζί με τους αγγέλους. Και η μεν Παναγιά είχε ένα δοχείο και πότιζε τους πατέρες, που κουβαλούσαν τα πράγματα, στην πλάτη τους, οι δε Άγγελοι είχαν μαντήλια, και σκούπιζαν τον ιδρώτα τους.
Βλέποντας έκπληκτος ότι σκούπιζαν και τον ιδρώτα από το γαϊδουράκι, παρακαλούσε λέγοντας.
«Σκουπίστε και εμένα σας παρακαλώ». Τότε του λέει η Παναγία.
«Πάτερ, εσύ δεν έχεις ίδρωτα, το γαϊδουράκι θα σκουπίσουμε που έχει».
Τότε ξύπνησε και ήλθε στον εαυτό του. Λέγει προς τους πατέρες. «Πάρτε το γαϊδουράκι, γιατί ζημιώνουμε σε πολλά πράγματα. Η Παναγία και οι Άγγελοι σκούπισαν το γαϊδουράκι και όχι εμένα». Έκτοτε τα κουβαλούσε και αυτός στην πλάτη του.
Πόσα και πόσα τέτοια δεν έχουν γίνει στην ζωή των πατέρων! Που να είμαστε να τα βλέπαμε! Τώρα, σπανίως συναντώνται, χάθηκαν όλα.