Ἅγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς
Προσευχή! Τί εἶναι ἡ προσευχή; Εἶναι ἡ μεγάλη ἀρετή πού σέ ἀνασταίνει καί μέ ἀνασταίνει. Σηκώθηκες μήπως γιά προσευχή, ἔκραξες πρός τόν Κύριο νά καθαρίσῃ τήν ψυχή σου ἀπό τίς ἁμαρτίες, ἀπό τό κάθε κακό, ἀπό κάθε πάθος; Τότε οἱ τάφοι σου καί οἱ τάφοι μου ἀνοίγουν καί οἱ νεκροί ἀνασταίνονται. Ὅ,τι εἶναι ἁμαρτωλό φεύγει, ὅ,τι σύρει πρός τό κακό ἐξαφανίζεται.
Ἡ ἁγία προσευχή ἀνασταίνει τόν καθένα Ἅγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς
Προσευχή! Τί εἶναι ἡ προσευχή; Εἶναι ἡ μεγάλη ἀρετή πού σέ ἀνασταίνει καί μέ ἀνασταίνει. Σηκώθηκες μήπως γιά προσευχή, ἔκραξες πρός τόν Κύριο νά καθαρίσῃ τήν ψυχή σου ἀπό τίς ἁμαρτίες, ἀπό τό κάθε κακό, ἀπό κάθε πάθος; Τότε οἱ τάφοι σου καί οἱ τάφοι μου ἀνοίγουν καί οἱ νεκροί ἀνασταίνονται. Ὅ,τι εἶναι ἁμαρτωλό φεύγει, ὅ,τι σύρει πρός τό κακό ἐξαφανίζεται.
Ἡ ἁγία προσευχή ἀνασταίνει τόν καθένα ἀπό μᾶς, ὅταν εἶναι εἰλικρινής, ὅταν φέρνει ὅλη τήν ψυχή στόν οὐρανό, ὅταν ἐσύ μέ φόβο καί τρόμο λέγῃς στόν Κύριο: Δές, δές τούς τάφους μου, ἀναρίθμητοι εἶναι οἱ τάφοι μου, Κύριε! Μέσα σέ κάθε ἕναν ἀπό αὐτούς τούς τάφους, νά’την ἡ ψυχή μου, νά’την νεκρή, μακρυά ἀπό Σένα, Κύριε! Εἰπέ λόγον καί ἀνάστησον πάντας τούς νεκρούς μου! Διότι, Σύ, Σύ, Κύριε, μᾶς ἔδωσες πολλές θεῖες δυνάμεις νά μᾶς ἀνασταίνουν διά τῆς ἁγίας Ἀναστάσεως, νά μᾶς ἀνασταίνουν ἀπό τόν τάφο τῆς ραθυμίας. Ναί, μέ τήν ἁμαρτία, μέ τά πάθη μας, πεθαίνουμε ψυχικά. Ἡ ψυχή ἀποθνήσκει, ὅταν χωρίζεται ἀπό τόν Θεό.
Ἡ ἁμαρτία εἶναι δύναμις πού χωρίζει τήν ψυχή ἀπό τόν Θεό. Καί ἐμεῖς, ὅταν ἀγαπᾶμε τήν ἁμαρτία, ὅταν ἀγαπᾶμε τίς ἁμαρτωλές ἡδονές, στήν πραγματικότητα ἀγαπᾶμε τόν θάνατό μας, ἀγαπᾶμε τούς τάφους, τούς δυσώδεις τάφους, μέσα στούς ὁποίους ἡ ψυχή μας ἀποσυντίθεται. Ἀντίθετα, ὅταν ἀνανήψουμε, ὅταν μέ τόν κεραυνό τῆς μετανοίας χτυπήσουμε τήν καρδιά μας, τότε…, τότε οἱ νεκροί μας ἀνασταίνονται. Τότε ἡ ψυχή μας νικᾶ ὅλους τούς φονεῖς της, νικᾶ τόν κατεξοχήν δημιουργό ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν, τόν διάβολο, νικᾶ μέ τήν δύναμι τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Γι’ αὐτό, γιά μᾶς τούς Χριστιανούς δέν ὑπάρχει ἁμαρτία πιό ἰσχυρή ἀπό μᾶς. Νά εἶσαι βέβαιος ὅτι πάντοτε εἶσαι δυνατώτερος ἀπό κάθε ἁμαρτία πού σέ βασανίζει, πάντοτε εἶσαι δυνατώτερος ἀπό κάθε πάθος πού σέ βασανίζει. Πῶς; –ἐρωτᾶς. Μέ τήν μετάνοια! Καί τί εἶναι εὐκολώτερο ἀπό αὐτήν; Πάντοτε μπορεῖς μέσα σου, μέσα στήν ψυχή σου, νά κραυγάζῃς: «Κύριε, πρίν εἰς τέλος ἀπόλωμαι, σῶσόν με». Ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ δέν θά σέ παραβλέψῃ. Θά ἀναστήσῃς τόν ἑαυτό σου ἀπό τούς νεκρούς καί θά ζῇς σ’ αὐτόν τόν κόσμο σάν κάποιος πού ἦρθε ἀπό ἐκεῖνον τόν κόσμο, πού ἀναστήθηκε καί ζῆ μία νέα ζωή, τήν ζωή τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου, πού ὑπάρχουν μέσα του ὅλες οἱ θεῖες δυνάμεις, ἔτσι ὥστε καμμία ἁμαρτία πλέον δέν μπορεῖ νά σέ φονεύσῃ. Ἴσως νά ξαναπέφτῃς, ἀλλά πλέον γνωρίζεις, γνωρίζεις τό ὅπλο, γνωρίζεις τήν δύναμι μέ τήν ὁποία ἀνασταίνεσαι ἐκ τῶν νεκρῶν. Ἄν πενήντα φορές τήν ἡμέρα ἁμαρτήσῃς, ἄν πενήντα φορές ντροπιασθῇς, ἄν πενήντα τάφους σκάψῃς σήμερα, μόνο φώναξε: «Κύριε, δός μου μετάνοια. Πρίν εἰς τέλος ἀπόλωμαι, σῶσόν με». Ὁ Ἀγαθός Κύριος, ὁ ὁποῖος γνωρίζει τήν ἀσθένεια καί ἀδυναμία τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς καί τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως, εἶπε: Ἔλα, ἀδελφέ. Ἀκόμη κι ἄν ἑβδομηκοντάκις τήν ἡμέρα ἁμαρτήσῃς, πάλι ἔλα καί πές: ἥμαρτον.ἀπό μᾶς, ὅταν εἶναι εἰλικρινής, ὅταν φέρνει ὅλη τήν ψυχή στόν οὐρανό, ὅταν ἐσύ μέ φόβο καί τρόμο λέγῃς στόν Κύριο: Δές, δές τούς τάφους μου, ἀναρίθμητοι εἶναι οἱ τάφοι μου, Κύριε! Μέσα σέ κάθε ἕναν ἀπό αὐτούς τούς τάφους, νά’την ἡ ψυχή μου, νά’την νεκρή, μακρυά ἀπό Σένα, Κύριε! Εἰπέ λόγον καί ἀνάστησον πάντας τούς νεκρούς μου! Διότι, Σύ, Σύ, Κύριε, μᾶς ἔδωσες πολλές θεῖες δυνάμεις νά μᾶς ἀνασταίνουν διά τῆς ἁγίας Ἀναστάσεως, νά μᾶς ἀνασταίνουν ἀπό τόν τάφο τῆς ραθυμίας. Ναί, μέ τήν ἁμαρτία, μέ τά πάθη μας, πεθαίνουμε ψυχικά. Ἡ ψυχή ἀποθνήσκει, ὅταν χωρίζεται ἀπό τόν Θεό.
Ἡ ἁμαρτία εἶναι δύναμις πού χωρίζει τήν ψυχή ἀπό τόν Θεό. Καί ἐμεῖς, ὅταν ἀγαπᾶμε τήν ἁμαρτία, ὅταν ἀγαπᾶμε τίς ἁμαρτωλές ἡδονές, στήν πραγματικότητα ἀγαπᾶμε τόν θάνατό μας, ἀγαπᾶμε τούς τάφους, τούς δυσώδεις τάφους, μέσα στούς ὁποίους ἡ ψυχή μας ἀποσυντίθεται. Ἀντίθετα, ὅταν ἀνανήψουμε, ὅταν μέ τόν κεραυνό τῆς μετανοίας χτυπήσουμε τήν καρδιά μας, τότε…, τότε οἱ νεκροί μας ἀνασταίνονται. Τότε ἡ ψυχή μας νικᾶ ὅλους τούς φονεῖς της, νικᾶ τόν κατεξοχήν δημιουργό ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν, τόν διάβολο, νικᾶ μέ τήν δύναμι τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Γι’ αὐτό, γιά μᾶς τούς Χριστιανούς δέν ὑπάρχει ἁμαρτία πιό ἰσχυρή ἀπό μᾶς. Νά εἶσαι βέβαιος ὅτι πάντοτε εἶσαι δυνατώτερος ἀπό κάθε ἁμαρτία πού σέ βασανίζει, πάντοτε εἶσαι δυνατώτερος ἀπό κάθε πάθος πού σέ βασανίζει. Πῶς; –ἐρωτᾶς. Μέ τήν μετάνοια! Καί τί εἶναι εὐκολώτερο ἀπό αὐτήν; Πάντοτε μπορεῖς μέσα σου, μέσα στήν ψυχή σου, νά κραυγάζῃς: «Κύριε, πρίν εἰς τέλος ἀπόλωμαι, σῶσόν με». Ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ δέν θά σέ παραβλέψῃ. Θά ἀναστήσῃς τόν ἑαυτό σου ἀπό τούς νεκρούς καί θά ζῇς σ’ αὐτόν τόν κόσμο σάν κάποιος πού ἦρθε ἀπό ἐκεῖνον τόν κόσμο, πού ἀναστήθηκε καί ζῆ μία νέα ζωή, τήν ζωή τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου, πού ὑπάρχουν μέσα του ὅλες οἱ θεῖες δυνάμεις, ἔτσι ὥστε καμμία ἁμαρτία πλέον δέν μπορεῖ νά σέ φονεύσῃ. Ἴσως νά ξαναπέφτῃς, ἀλλά πλέον γνωρίζεις, γνωρίζεις τό ὅπλο, γνωρίζεις τήν δύναμι μέ τήν ὁποία ἀνασταίνεσαι ἐκ τῶν νεκρῶν. Ἄν πενήντα φορές τήν ἡμέρα ἁμαρτήσῃς, ἄν πενήντα φορές ντροπιασθῇς, ἄν πενήντα τάφους σκάψῃς σήμερα, μόνο φώναξε: «Κύριε, δός μου μετάνοια. Πρίν εἰς τέλος ἀπόλωμαι, σῶσόν με». Ὁ Ἀγαθός Κύριος, ὁ ὁποῖος γνωρίζει τήν ἀσθένεια καί ἀδυναμία τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς καί τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως, εἶπε: Ἔλα, ἀδελφέ. Ἀκόμη κι ἄν ἑβδομηκοντάκις τήν ἡμέρα ἁμαρτήσῃς, πάλι ἔλα καί πές: ἥμαρτον.