Σὲ καιρὸ πειρασμοῦ μὴν ἀφήνεις τὴν θέση σου
Όσιος Ἰωσὴφ ο Ἡσυχαστής
Αν νικήθηκες καὶ ἔπεσες μία φορὰ νὰ εἶσαι ἄγρυπνος στὸ ἑξῆς σὲ αὐτὸ τὸ πάθος.
Διότι ὁ πειρασμὸς πάντοτε στέκει πλάϊ σου· καὶ σ’ ὅποιον πόλεμο νικήθηκε μία φορὰ -καὶ ἑκατὸ χρόνια νὰ περάσουν- μόλις ἔλθει ὁ ἄνθρωπος σ’ ἐκεῖνο τὸ πράγμα, ποὺ νικήθηκε τὴν πρώτη φορά, ἀμέσως τὸν ρίχνει καὶ πάλι.
Γι’ αὐτὸ λέω σὲ σένα καὶ σ’ ὅλους τους ἀδελφούς, ὅτι σὲ κάθε πόλεμο τοῦ ἐχθροῦ πρέπει νὰ βγεῖς νικητής.
Ἢ νὰ πεθάνεις στὸν ἀγώνα· ἢ μὲ τὸν Θεὸ νὰ νικήσεις. Ἄλλος δρόμος δὲν ὑπάρχει.
Σὲ καιρὸ πειρασμοῦ μὴν ἀφήνεις τὴν θέση σου· μὴν λιποτακτήσεις· μὴν θελήσεις νὰ δείξεις τοῦ ἄλλου τὸ σφάλμα· μὴν ζητήσεις τὸ δίκαιο· ἀλλὰ σιωπώντας μέχρι θανάτου νὰ περάσεις τὸν πειρασμὸν καὶ τὴν ταραχή.
Καί, ἀφοῦ περάσει ὁ πειρασμὸς καὶ γίνει τέλεια εἰρήνη – εἴτε Γέροντας εἶσαι, εἴτε ὑποτακτικὸς- τότε δεῖξε χωρὶς πάθος τὴ ζημία καὶ τὴν ὠφέλεια.
Καὶ ἔτσι οἰκοδομεῖται ἡ ἀρετή.
Ὅλοι οἱ πειρασμοὶ καὶ οἱ θλίψεις θέλουν ὑπομονή, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ νίκη τους. Σημείωσε τὰ ὀνόματα ὅσων ὑπέμειναν ἕως θανάτου σὲ καιρὸ πειρασμοῦ, ποὺ γίνεται στὸ στόμα τὸ σάλιο τοὺς αἷμα γιὰ νὰ μὴ μιλήσουν. Αὐτοὺς νὰ τοὺς ἔχεις σὲ μεγάλη εὐλάβεια καὶ νὰ τοὺς τιμᾶς ὡς Μάρτυρες, ὡς Ὁμολογητές. Αὐτούς, ἐγὼ ἀγαπῶ, καὶ γι’ αὐτοὺς ὀφείλω νὰ χύνω κάθε ἡμέρα καὶ τὴν τελευταία ρανίδα μου ἓν ἀγάπη Χριστοῦ.
Διότι τὸν βλέπεις ὅτι ὑπομένοντας προτιμᾶ μύριους θανάτους, παρὰ νὰ βγάλει ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ λόγο ψυχρό. Καί, ὅταν τὸν πνίγουν οἱ ἄνθρωποι, τὸν πνίγει τὸ δίκαιο, τὸν πνίγει καὶ ὁ ἐσωτερικὸς λογισμός· καὶ αὐτὸς μαχόμενος ἀτονεῖ καὶ πέφτει σὰν νεκρός· καὶ συνεχίζει νὰ μάχεται νοερὰ μὲ τὸν πειρασμὸν καὶ παίρνει ὅλα τὰ βάρη ἐπάνω του πονώντας καὶ στενάζοντας ὡς φταίχτης.
Λοιπὸν τίποτε ἄλλο δὲν ἐπιθυμῶ καὶ τόσο πολὺ ἀγαπῶ, ὅσο νὰ ἀκούω ὅτι κάνετε ὑπομονὴ στοὺς πειρασμούς. Ἐπειδὴ ὁ Θεός, ὡς Ὂν αὐτοδόξαστο, δὲν χρειάζεται τὴν ἐργασία τοῦ ἀνθρώπου. Χαίρεται ὅμως καὶ ἀγαπᾶ, ὅταν γιὰ τὴν ἀγάπη Τοῦ μαρτυροῦμε καὶ πάσχουμε. Γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς στεφανώνει ὡς ἀθλητές, μᾶς χαρίζει πλούσια τὴ χάρη Του.
Ἤθελα νὰ κάνω τρεῖς λόγους, ἢ καὶ βιβλία, ποὺ τὸ ἕνα νὰ περιέχει μόνον αὐτό: Ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι μηδέν· καὶ διαρκῶς νὰ φωνάζω ὅτι εἶμαι μηδέν. Τὸ ἄλλο νὰ γράφει: Ὅτι σὲ ὅλα εἶναι ὁ Θεὸς αὐτοδόξαστος. Καὶ τὸ τρίτο: Νὰ ἔχεις σὲ ὅλα ὑπομονὴ μέχρι θανάτου. Κι ἂν εἶσαι νέος, κι ἂν γέρασες, κι ἂν ἀγωνίσθηκες πολλὰ χρόνια, ἐὰν δὲν κάνεις ὑπομονὴ μέχρι νὰ βγεῖ ἡ ψυχή σου, σὰν κουρέλι θεωροῦνται τὰ ἔργα σου ἐνώπιόν του Θεοῦ, Λοιπὸν γνώριζε τὸν ἑαυτό σου ὅτι εἶσαι μηδέν. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὕπαρξή σου· μηδέν. Ἡ καταγωγή σου εἶναι ὁ πηλός, καὶ ἡ ζωτικὴ δύναμή σου εἶναι ἡ πνοὴ τοῦ Θεοῦ. Ὅλα λοιπὸν εἶναι τοῦ Θεοῦ. Γνώριζε τὸν ἑαυτό σου ὅτι εἶσαι μηδὲν καὶ ἔχε ὑπομονὴ στοὺς πειρασμούς, γιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖς ἀπ’ αὐτούς, καὶ νὰ γίνεις θεὸς κατὰ χάριν· γιατί εἶσαι ἡ πνοή, τὸ ἐμφύσημα τοῦ Θεοῦ.
(Βιβλίο: Γέροντος Ἰωσήφ, «Ἔκφρασις Μοναχικῆς Ἐμπειρίας», ἔκδ. Ι.Μ.Φιλοθέου, Ἄγ. Ὅρος, σελ. 119-121- ἀπόσπασμα σὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοση.)