Μί­α ἡ­μέ­ρα στά πρός τήν Θε­ο­τό­κο «Χαῖ­ρε» πού ἔ­λε­γε, ἄ­κου­σε ἀ­πό τήν εἰ­κό­να: «Χαῖ­ρε καί σύ Γέ­ρων τοῦ Θε­οῦ


Ἦ­ταν ἕ­να γε­ρον­τά­κι πού μό­λις ἄ­κου­γε τ’ ὄ­νο­μα τῆς Πα­να­γί­ας ἔ­κλαι­γε σάν μι­κρό παι­δί. Ἦ­ταν ἕ­νας Καυ­σο­κα­λυ­βί­της πού ὅ­πο­τε γύ­ρι­ζε πλευ­ρό τή νύχ­τα ἔ­ψελ­νε τό «Ἄ­ξι­όν ἐ­στι».
Ἦ­ταν ἕ­νας Γρη­γο­ρι­ά­της ἡ­γού­με­νος ποὖ­χε «φά­ει» τήν εἰ­κό­να Της ἀ­πό τούς πολ­λούς ἀ­σπα­σμούς. Ἦ­ταν ἕ­νας Νε­ο­σκη­τι­ώ­της πού πα­ρα­κα­λο­ῡ­σε ὅ­ποι­ον ἔ­βλε­πε νά μι­λή­σει, νά γρά­ψει, νά ἐκ­δώ­σει, ὅ,τι ὑ­πῆρ­χε γι­ά τήν Πα­να­γί­α. Ἦ­ταν ἕ­νας μα­κα­ρί­της Ἰ­βη­ρί­της πού ἔ­πα­σχε ἀ­πό ἀ­γά­πη πρός τήν Πορ­τα­ῒ­τισ­σα. Ἕ­νας Φι­λο­θε­ῒ­της ἔ­λε­γε: «Ἔ­χο­μεν βε­βαί­ας τάς ἐλ­πί­δας εἰς τήν Γλυ­κο­φυ­λο­ῡ­σαν» Πα­να­γί­α.Ἡ μά­να τῶν Ἁ­γι­ο­ρι­τῶν.

Ἡ Πα­να­γί­α. Πά­νω ἀ­π’ ὅ­λες τίς ἁ­γί­ες. Μη­τέ­ρα τοῦ Θε­οῦ καί τῶν ἀν­θρώ­πων. Ἡ κα­λύ­τε­ρη πα­ρα­μυ­θί­α. Ἡ πι­ό σί­γου­ρη πρέ­σβει­ρα τῶν πι­στῶν. Ἡ πι­ό τα­πει­νή, ἡ πι­ό κα­λή, ἡ πι­ό σε­μνή, ἡ πι­ό ὑ­πά­κου­η, ἡ πι­ό ὑ­πο­μο­νε­τι­κή, ἡ σι­ω­πη­λή, ἡ γεν­ναί­α, ἡ πρώ­τη, ἡ βασ­σί­λισ­σα, ἡ Κυ­ρί­α, ἡ Ἔ­φο­ρος, ἡ Οἰ­κο­νό­μισ­σα, ἡ φω­το­φό­ρος νε­φέ­λη καί μαν­να­δό­χος στά­μνα.

Χα­ρά νά τήν ἀν­τι­κρύ­σεις. Εὐ­χα­ρί­στη­ση νά τήν ἐ­πι­κα­λεῖ­σαι. Εὐ­λο­γί­α νά σ’ ἐ­πι­σκέ­πτε­ται. Ἐλ­πί­δα βέ­βαι­η νά τήν πα­ρα­κα­λᾶς. Βο­ή­θει­α με­γά­λη ἡ σκέ­πη της. Ποῦ νά βρεῖς τά ὡ­ραῖ­α λό­γι­α νά τήν ἐγ­κω­μι­ά­σεις;Πό­σο φτω­χή εἶ­ναι ἡ γλώσ­σα γι­ά τά με­γά­λα ὀ­νό­μα­τα;Πό­σο ἔ­χει φθα­ρεῖ ἡ γλώσ­σα ἀ­πό τήν κα­τά­χρη­ση. Ἔτ­σι σι­ω­πᾶς καί τά λές ὅ­λα. Ὅ­πως σι­ω­πη­λή ἀ­κο­λου­θοῦ­σε παν­τοῦ τόν ἀ­γα­πη­τό Υἱ­ό της. Μέ­χρι Σταυ­ροῦ.

Ἀ­θω­νί­τισ­σα Θε­ο­τό­κε, τό ἀ­κοί­μη­το καν­δή­λι, τό ἁ­γνό κε­ρί, οἱ Χαι­ρε­τι­σμοί, ἡ Πα­ρά­κλη­ση, τό Θε­ο­το­κά­ρι­ο, τά Θε­ο­το­κί­α δέν σοῦ ἀρ­κοῦν. Μή­τε γο­νυ­κλι­σί­ες καί τά­μα­τα καί προ­σφο­ρές καί κομ­πο­σχοί­νι­α. Τήν κα­θα­ρό­τη­τα τῆς καρ­δι­ᾱς ζη­τᾶς γι­ά νἄλ­θει ὁ Υἱ­ός σου νά κα­τοι­κή­σει καί νά φέ­ρει θε­ο­τό­κες καί θε­ο­φό­ρες ὧ­ρες ἁ­γί­ας θε­ο­ψί­ας καί φω­το­χυ­σί­ας.­..

Μη­τέ­ρα τοῦ Θε­οῦ, μη­τέ­ρα τῶν ἄν­θρώ­πων, μη­τέ­ρα τοῦ πό­νου, μη­τέ­ρα τῆς ἀ­γω­νί­ας, μη­τέ­ρα τῶν θλι­βο­μέ­νων, σύν­τρο­φε τῶν μο­νο­μά­χων τοῦ Θε­οῦ, τῶν κα­λο­γέ­ρων.

Ἡ Θε­ο­τό­κος εἰ­δι­κά γι­ἀ τοὐς Ἁ­γι­ο­πεῖ­τες ἦ­ταν, εἶ­ναι καί θά εἶ­ναι: «Ἄ­μα­χος σύμ­μα­χος, τῶν πρα­κτέ­ων ὑ­φη­γη­τής, τῶν μή πρα­κτέ­ων ἑρ­μη­νευ­τής, κη­δε­μών, ἰ­α­τρός, τρο­φεύς.­.­.­». Ἄ­πει­ρές εἶ­ναι οἱ ἀ­πο­δεί­ξεις πού βε­βαι­ώ­νουν τήν ἀ­λή­θει­α τοῦ λό­γου.

Σέ κά­θε μο­να­στή­πι, κελ­λί καί κα­λύ­βη ὑ­πάρ­χουν οἱ εἰ­κό­νες της, μέ τίς ἔγ­γρα­φες καί ἄ­γρα­φες πα­ρα­δό­σεις, πού μι­λοῦν γι­ά θαυ­μα­στές ἐ­πεμ­βά­σεις της, γι­ά τήν ὁ­ρα­τή προ­στα­σί­α της. Καί ὅ­λα τοῦ­τα συμ­βαί­νουν γι­ά τήν ἀ­νόρ­θω­ση τοῦ πι­στοῦ καί τήν ἐ­πα­νόρ­θω­ση τοῦ ἀ­πί­στου.

Πε­ρί τῶν κυ­ρι­ω­τέ­ρων εἰ­κό­νων τῆς Ἀ­θω­νί­τισ­σας Θε­ο­τό­κου ὀ­λί­γα θ’ ἀ­να­φέ­ρου­με στήν ἀ­γά­πη σας πρός κα­τά­νυ­ξη, ὠ­φέ­λει­α καί ἀ­να­ψυ­χή.

Σέ πα­ρεκ­κλή­σι τῆς Με­γί­στης Λαύ­ρας βρί­σκε­ται ἡ θαυ­μα­τουρ­γή εἰ­κό­να τῆς «Κου­κου­ζέ­λισ­σας». Κα­τά μί­α ἀ­γρυ­πνί­α τοῦ Σαβ­βά­του τοῦ Ἀ­κα­θί­στου ὁ ὅ­σι­ος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Κου­κου­ζέ­λης, ὁ καλ­λί­φω­νος Λαυ­ρι­ώ­της Πρω­το­ψάλ­της, με­τά τήν ὡ­ραι­ό­τα­τη ψαλ­μω­δί­α του, κά­θη­σε στό ἀ­πέ­ναν­τι τῆς εἰ­κό­νας στα­σί­δι λί­γο ν’ ἀ­να­παυ­θεῖ. Ἐ­κεῖ τοῦ πα­ρου­σι­ά­σθη­κε ἡ Θε­ο­τό­κος λέ­γον­τας: «Χαί­ροις Ἰ­ω­άν­νη. Ψάλ­λε μοι, καί ἐ­γώ οὐ μή σέ ἐγ­κα­τα­λεί­ψω». Καί τοῦ πρό­σφε­ρε δῶ­ρο εὐ­χα­ρι­στί­ας ἕ­να χρυ­σό νό­μι­σμα, τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­φι­ε­ρώ­θη­κε στήν εἰ­κό­να της καί πολ­λά θαύ­μα­τα κα­τά και­ρούς τέ­λε­σε. Ἀρ­γό­τε­ρα καί πά­λι τοῦ ἐμ­φα­νί­σθη­κε ἡ Θφο­τό­κος, γι­ά νά τοῦ θε­ρα­πεύ­σει τά πό­δι­α­του, πού εἶ­χαν σα­πί­σει ἀ­πό τίς συ­νε­χεῖς ἔν­δα­κρεις στά­σεις του, τίς ἀ­γρυ­πνί­ες καί τήν ὀρ­θο­στα­σί­α καί τοῦ εἶ­πε: «Α­πό τοῦ νῦν ἔ­σο ὑ­γι­ής». Ἔτ­σι ἀν­τα­μεί­βει ἡ Οὐ­ρά­νι­α Ἄ­νασ­σα τούς τα­πει­νούς δι­α­κο­νη­τές της.

Στή μο­νή τοῦ Βα­το­πε­δί­ου, πού τι­μᾶ­ται στόν Εὐ­αγ­γα­λι­σμό τῆς Θε­ο­τό­κου, ὅ­που θη­σαυ­ρί­ζε­ται ἡ τι­μί­α ζώ­νη τῆσ Θε­ου­ό­κου, ὑ­πάρ­χουν ἕ­ξι θαυ­μα­τουρ­γές εἰ­κό­νες τῆς Πα­να­γί­ας:

Ἡ ἱ­στο­ρί­α τῆς εἰ­κό­νας τῆς λε­γο­μέ­νης «Πα­ρα­μυ­θί­α» εἶ­ναι ἁ­πλή, σύν­το­μη καί ἐ­κλη­κτι­κή. Σέ πει­ρα­τι­κῆς ἐ­πι­δρο­μῆς ὁ ἡ­γού­με­νος τῆς μο­νῆς ἄ­κου­σε τή Θε­ο­τό­κο νά τοῦ λέ­ει: «Μή ἀ­νοί­ξη­τε σή­με­ρον τάς πύ­λας τῆς μο­νῆς.­.­.­». Ὁ ἡ­γού­με­νος κά­λε­σε τήν ἀ­δελ­φό­τη­τα καί δι­η­γή­θη­κε τό γε­γο­νός κι ὅ­λοι πα­ρε­τή­ρη­σαν πώς ὁ σχη­μα­τι­σμός τοῦ προ­σώ­που τῆς Θε­ο­μή­το­ρος εἶ­χε ἀλ­λά­ξει κι ἔτ­σι πα­ρα­μέ­νει μέ­χρι σή­με­ρα. Ἡ ἔκ­φρα­ση τῆς Πα­να­γί­ας φα­νε­ρώ­νει συμ­πά­θει­α καί ἀ­γά­πη, τό βλέμ­μα της δη­λώ­νει ἐ­πι­εί­κει­α καί πρα­ό­τη­τα καί στά χεί­λη της ὑ­πάρ­χει μει­δί­α­μα σε­μνό καί χα­ρί­εν. Δι­καί­ως λοι­πόν ἐ­πω­νο­μά­σθη­κε «Πα­ρα­μυ­θί­α».

Μί­α ἄλ­λη εἰ­κό­να ἡ λε­γο­μέ­νη «’­Ε­σφαγ­μέ­νη» δέ­χθη­κε κτύ­πη­μα μέ μα­χαί­ρι ἀ­πό ἕ­να ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό τῆς μο­νῆς, ἀ­πρό­σε­κτο, δαι­μο­νο­κί­νη­το καί συγ­χυ­σμέ­νο. Ἀ­μέ­σως ἡ εἰ­κό­να ἔ­τρε­ξε αἷ­μα πο­λύ, καί τό πρό­σω­πο ἄρ­χι­σε να γί­νε­ται ὠ­χρό ὡς νά ἦ­ταν ζων­τα­νό καί ν’ ἀ­πέ­θνη­σκε ἀ­πό τήν αἱ­μορ­ρα­γί­α. Ὁ ἀ­νό­σι­ος μο­να­χός τυ­φλώ­θη­κε κι ἀ­σθέ­νη­σε βα­ρει­ά γι­ά τό τόλ­μη­μά­του. Οἱ προ­σευ­χές τῶν πα­τέ­ρων καί οἱ με­σι­τεῖ­ες του στή με­σί­τρι­α τοῦ κό­σμου τοῦ ἔ­δω­σαν τήν ὑ­γεί­α του. Ἀ­πό τό­τε ἔ­λα­βε ἕ­να στα­σί­δι μπρο­στά στήν εἰ­κό­να της καί δι­ῆλ­θε τό ὑ­πό­λοι­πο τῆς ζω­ῆς του μέ με­τά­νοι­α, αὐ­το­μεμ­ψί­α καί με­γά­λη ἄ­σκη­ση.

Στόν με­σημ­βρι­νό τοῖ­χο τοῦ πα­ρά τό Κα­θο­λι­κό πα­ρεκ­κλη­σί­ου τοῦ Ἁ­γί­ου Δη­μη­τρί­ου βρί­σκε­ται τοι­χο­γρα­φη­μέ­νη ἡ «’­Αν­τι­φω­νή­τρι­α». Ἡ ἱ­στο­ρί­α της προ­η­γεῖ­ται τῆς τοι­χο­γρα­φή­σε­ώς­της. Ἡ αὐ­το­κρά­τει­ρα Πλα­κι­δί­α ἐ­πι­σκε­πτό­με­νη τή μο­νή, ἄ­κου­σε στό ση­μεῖ­ο ὅ­που κα­τό­πιν τοι­χο­γρα­φή­θη­κε ἡ εἰ­κό­να, τή φω­νή τῆς­Θε­ο­τό­κου νά τῆς λέ­ει:»Τί θέ­λεις, σύ, ἐν­ταῦ­θα; ἐν­ταῦ­θά εἰ­σι μο­να­χοί.­.­.­». Ἡ αὐ­το­κρά­τει­ρα γο­νυ­πε­τής ζή­τη­σε συγ­χώ­ρε­ση ἀ­πό τήν προ­στά­τισ­σα τῆς μο­νῆς κι ἀ­να­χώ­ρη­σε, ἀ­φοῦ πρίν πα­ρήγ­γει­λε νά ἱ­στο­ρη­θεῖ ἡ εἰ­κό­να τῆς Θε­ο­τό­κου καί νά ὑ­πάρ­χει ἀ­κοί­μη­τη καν­δή­λα, ἡ ὁ­ποί­α ὑ­πάρ­χει μέ­χρι σή­με­ρα.

Στή Σερ­βι­κή μο­νή τοῦ Χι­λαν­δα­ρί­ου, τήν τι­μώ­με­νη στά Εἰ­σό­δι­α τῆς Θε­ο­τό­κου, ὐ­πάρ­χουν ἕ­ξι θαυ­μα­τουρ­γές εἰ­κό­νες τῆς Πα­να­γί­ας:

Τήν πρώ­τη θέ­ση, κα­τά κυ­ρι­ο­λε­ξί­α, τήν ἔ­χει ἡ «Τρι­χε­ροῦ­σα», τῆς ὀ­ποί­ας ἠ ἰ­στο­ρί­α εἶ­ναι συ­νυ­φα­σμέ­νη μέ τόν βί­ο τοῦ με­γά­λου ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Δα­μα­σκη­νοῦ, τοῦ με­γί­στου τῶν ὐ­μνο­γρά­φων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Ὁ ἅ­γι­ος κα­τη­γο­ρή­θη­κε στόν ἄρ­χον­τα τῆς Δα­μα­σκοῦ ὅ­τι ἔ­γρα­ψε δρι­μύ­τα­τες ἐ­πι­στο­λές κα­τά τοῦ εἰ­κο­νο­μά­χου αὐ­το­κρά­το­ρα Λέ­ον­τος τοῦ Ἴ­σαυ­ρου. Ἡ τι­μω­ρί­α του ἦ­ταν νά τοῦ κό­ψουν τό χέ­ρι. Ὁ ἅ­γι­ος με­τά ἀ­πό θερ­μή προ­σευ­χή στή Θε­ο­τό­κο θε­ρα­πεύ­τη­κε τε­λεί­ως καί με­τα­βαί­νον­τας στή Λαύ­ρα τοῦ Ἁ­γί­ου Σάβ­βα τῶν Ἰ­ε­ρο­σο­λύ­μων πρός μο­να­σμό πα­ρέ­λα­βε καί τήν εἰ­κό­να. Ὅ­ταν δέ ὁ ἅ­γι­ος Σάβ­βας, ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος τῶν Σέρ­βων καί κτί­το­ρας τῆς μο­νῆς Χι­λαν­δα­ρί­ου, πῆ­γε προ­σκυ­νη­τής στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, τοῦ ἔ­δω­σαν οἱ πα­τέ­ρες δῶ­ρο τήν εἰ­κό­να, τή­νὁ­ποί­α με­τέ­φε­ρε εὐ­λο­γί­α στήν πα­τρί­δα του. Τόν 14ο αἰ­ώ­να στά προ­πύ­λαι­α τῆς μο­νῆς Χι­λαν­δα­ρί­ου συ­νέ­βη τό ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στο γε­γο­νός ἕ­να ζῶ­ο νά στα­θεῖ ἐ­κεῖ φέρ­νον­τας μό­νο του τή θεί­α εἰ­κό­να. Οἱ πα­τέ­ρες τήν ἔ­θε­σαν μέ συγ­κί­νη­ση στό ἱ­ε­ρό βῆ­μα. Ὅ­ταν δέ κά­πο­τε ἡ ἀ­δελ­φό­τη­τα τῆς μο­νῆς δι­χά­στη­κε ὡς πρός τήν ἐ­κλο­γή νέ­ου ἡ­γου­μέ­νου, στήν ἡ­γου­με­νι­κή θέ­ση βρέ­θη­κε ἡ «Τρι­χε­ροῦ­σα». Ἀ­πό τό­τε ἀν­τί γι­ά ἡ­γου­μέ­νου ἐ­κλέ­γε­ται προ­η­γού­με­νος καί οἱ δι­α­κο­νη­τές μέ βα­θει­ά εὐ­λά­βει­α θέ­τουν με­τά­νοι­α στήν εἰ­κό­να ἀν­τί τοῦ ἡ­γου­μέ­νου, αἰ­σθα­νό­με­νοι τήν προ­στα­τευ­τι­κή της χά­ρη.

Στή Βουλ­γά­ρι­κη μο­νή τοῦ Ζω­γρά­φου «ὑ­πάρ­χει ἡ εἰ­κό­να τοῦ «’­Α­κα­θί­στου». Ἡ ἱ­στο­ρί­α της πε­ρι­λη­πτι­κά ἔ­χει ὡς ἑ­ξῆς;Πλη­σί­ον τῆς μο­νῆς ζοῦ­σε ἀ­σκη­τής, ὁ ὁ­ποῖ­ος συ­νή­θι­ζε πολ­λές φο­ρές τῆς ἡ­μέ­ρας νά λέ­γει τούς «Χαι­ρε­τι­σμούς» τῆς Πα­να­γί­ας μπρο­στά σε­αὐ­τή τήν εἰ­κό­να. Μί­α ἡ­μέ­ρα στά πρός τήν Θε­ο­τό­κο «Χαῖ­ρε» πού ἔ­λε­γε, ἄ­κου­σε ἀ­πό τήν εἰ­κό­να: «Χαῖ­ρε καί σύ Γέ­ρων τοῦ Θε­οῦ». Στή συ­νέ­χει­α τοῦ μή­νυ­σε νά πά­ει στή μο­νή καί νά εἰ­δο­ποι­ή­σει τούς πα­τέ­ρες πώς κιν­δυ­νεύ­ουν ἀ­πό αἱ­ρε­τι­κους, πού ἔρ­χον­ται μέ ἄ­γρι­ες δι­α­θέ­σεις. Πράγ­μα­τι τή σθε­να­ρή ἀν­τί­στα­σή τους πρός τούς Λα­τι­νό­φρο­νες πλή­ρω­σαν μέ μαρ­τυ­ρι­κό τέ­λος, οἱ 26 Ζω­γρα­φῖ­τες ὁ­σι­ο­μάρ­τυ­ρες, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐ­κά­η­σαν. Ἡ εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας ἦλ­θε κα­τά θαυ­μα­στό τρό­πο στό μο­να­στή­ρι καί κα­τά τήν πυρ­κα­ϊ­ά δέν κά­η­κε.

Παναγία, η των απελπισμένων μόνη ελπίς
Ἡ Πα­να­γί­α εἶ­ναι ἡ μό­νη ἐλ­πί­δα. Δέν ὑ­πάρ­χει ἄλ­λη γι­ά τούς πολ­λούς ἀ­πελ­πι­σμέ­νους. Μο­νά­κρι­βη μά­να. Εἶ­χε ἀ­πελ­πι­στεῖ ἀ­πό τίς ἱ­κα­νό­τη­τές της. Δέν στε­κό­ταν στά δε­κα­νί­κι­α τῶν λό­γων τῶν ἄλ­λων. Στη­ρι­ζό­ταν στόν σταυ­ρό τοῦ Υἱ­οῦ της. Ὁ πό­νος τήν ὀ­μόρ­φαι­νε πι­ό πο­λύ. Στόν κίν­δυ­νο βρῆ­κε τή λύ­τρω­ση. Ἐ­πέ­λε­ξε τή σι­ω­πή. Κυ­νη­γή­θη­κε. Ἀ­γά­πη­σε τά δύ­σκο­λα. Ἄν­τε­ξε στόν πό­νο. Ἄν­τε­ξε καί στήν εὐ­τυ­χί­α τῶν μα­θη­τῶν τοῦ Υἱ­οῦ της, δί­χως λά­θη στίς ἐ­ξε­τά­σεις. Ἤ­ξε­ρε ν’ ἀ­να­μέ­νει.

Ἔ­πα­θε λοι­πόν κι ἔ­μα­θε. Κέρ­δι­σε κι ἔ­χει νά δώ­σει. Ὅ,τι ἔ­χει εἶ­ναι δι­κό μας. Ὁ πλοῦ­τος ἀ­κέ­νω­τος, ζω­ο­δό­χος πη­γή, ζω­η­φό­ρος ἀ­γά­πη, ἐ­πι­τά­φι­ος τῆς ἀ­πό­γνω­σης. Νά μή τήν κα­τα­δέ­χον­ται καί νἆ­ναι τό­σο κα­τα­δε­κτι­κή. Ἡ ἔκ­φρα­σή της μι­ά με­γά­λη σι­ω­πή, εὔ­λα­λη. Σκου­πι­δο­τε­νε­κέ­δες πε­ριτ­τῶν λό­γων κα­θη­με­ρι­νά στίς ἐ­ξώ­θυ­ρες, γε­μᾶ­τοι οἱ λάκ­κοι. Τό πέμ­πτο εὐ­αγ­γέ­λι­ο τῆς Πα­να­γί­ας εἶ­ναι ὅ­λο λευ­κές σε­λί­δες, εἶ­ναι γραμ­μέ­νο ἀ­πό θω­πευ­τι­κή σι­ω­πή, ἀ­πό με­λά­νι πα­ρα­μυ­θί­ας. Εἶ­ναι μι­ά ἀ­νοιχ­τή ἀγ­κα­λι­ά, μι­ά σε­μνή πα­ρου­σί­α, ἕ­να μαν­τή­λι, ἕ­να ρό­δο, ἕ­να κου­κί θυ­μί­α­μα στό λι­βα­νι­στή­ρι τῆς γι­α­γι­ᾶς, μι­ά ἀχ­τί­δα ἡ­λί­ου στήν κλει­στή κά­μα­ρη, ἡ μό­νη γυ­ναι­κεί­α μορ­φή στό κελ­λί τοῦ ἀ­σκη­τή.­.. τό λι­μά­νι τῆς σω­τή­ρί­ας, τό μα­φό­ρι της σκέ­πα­στρο πα­ρη­γο­ρι­ᾶς, ἡ ἀ­ρε­τή της τρο­φή μας, ὅ­λων τῶν πει­να­σμέ­νων, τῶν φτω­χῶν ἄ­φω­των, ἡ φί­λη τῶν ἀ­θώ­ων, τῶν μαυ­ρι­σμέ­νων στό δά­κρυ πο­νε­μέ­νων γι­ά­τρισ­σα, ὁ ἥ­λι­ος τοῦ χι­ο­νι­οῦ μας.

Ἡ Πα­να­γί­α δέν εἶ­ναι δι­ό­λου δυσ­νό­η­τη, δέν εἶ­ναι σύμ­βο­λο, δέν εἶ­ναι οὔ­τε γρι­ά οὔ­τε παι­δού­λα, ξέ­ρει πό­σο αἰ­σι­ό­δο­ξη νά εἶ­ναι, ν’ ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται ξέ­ρει ἀ­πό τό προ­σκή­νι­ο, ἐ­κεῖ πού δέν θέ­λουν νά τήν ἐ­πι­κα­λοῦν­ται. Δέν θέ­λει νά δυ­σκο­λεύ­ει κα­νέ­να, οὔ­τε μέ τήν ἀ­γά­πη της. Ὅ­σοι ἐ­πέ­λε­ξαν τή χα­ζο­μά­ρα τούς ἀ­φή­νει νά φᾶ­νε τά μοῦ­τρα τους.

Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης

Δημοφιλείς αναρτήσεις