Ο ταπεινός ασκητής Φιλάρετος Καρουλιώτης

Ο γέρων Φιλάρετος ο Καρουλιώτης είχε γνησία μετάνοια και αυτομεμψία. 
Ήταν πολύ ήρεμος, δεν θύμωνε ποτέ και με κανέναν.

Ο γερω-Γερόντιος των Δανιηλαίων κάποια φορά που πήγε στο Κελλί τους και ήταν ανυπόδητος, ως συνήθως, τον παρατήρησε αυστηρά λέγοντάς του: «Άλλη φορά να μην έρχεσαι ξυπόλυτος, αλλά να φοράς παντόφλες. Είσαι υποκριτής και παριστάνεις τον Άγιο». Μπροστά στους προσκυνητές και στα νέα καλογέρια δέχθηκε ατάραχος τις παρατηρήσεις, έβαλε μετάνοια επαναλαμβάνοντας: «Να με συγχωρήσης».

Την άλλη μέρα που πήγε στους Δανιηλαίους, φορούσε παντόφλες τις οποίες έβγαζε έξω από την πόρτα, και θαύμασαν την ταπείνωσή του. Ο γερω-Γερόντιος του εξήγησε ότι αυτό το έκανε για να μάθουν τα καλογέρια την αυτομεμψία και την ταπείνωση, να λέγουν ευλόγησον, και αυτός ας βαδίζη όπως θέλει.

* * *

Σε εορτές συγκεντρώνονταν οι Καρουλιώτες ασκητές σε ένα καλύβι με Εκκλησάκι, διάβαζαν την ακολουθία, έψελναν την παράκληση και όταν δεν είχαν παπά, διάβαζαν και το Ευαγγέλιο. Έβαζαν τον γερω-Φιλάρετο ως εγγράμματο να διαβάζη το Ευαγγέλιο, και αυτός το διάβαζε εμμελώς όπως οι ιερείς.

Κάποιος Γέροντας του έκανε παρατήρηση ότι δεν πρέπει να το διαβάζη έτσι, γιατί δεν είναι παπάς. Είπε «ευλόγησον», αλλά και την άλλη φορά πάλι παρασύρθηκε από τον πόθο του και το διάβασε με μελωδία. Δεν το διάβαζε για επίδειξη αλλά από απλότητα και ευλαβική διάθεση, σαν προσφορά ψαλμωδίας.

Στην τράπεζα του έκαναν δημόσια παρατήρηση και εκείνος έβαλε μετάνοια σε όλους λέγοντας: «Ευλογείτε, πατέρες, έχασα τα χρόνια της καλογερικής μου. Πάλι διάβασα μελωδικά».

Όταν η συνοδεία του γέροντος Γερασίμου του Υμνογράφου άρχισε να κτίζη την Εκκλησία στο σπήλαιο των Αγίων Πατέρων, μερικοί πατέρες της Σκήτεως φοβούμενοι μήπως δεν καταφέρουν να την τελειώσουν, έλεγαν ότι ήταν καλύτερα να μην την άρχιζαν. Οι Γέροντες τα άκουγαν αυτά και στενοχωρούντο.

Τότε κάποια μέρα τους επισκέφθηκε ο γερω-Φιλάρετος και τους είπε: «Πατέρες, το έργο αυτό είναι θεάρεστο. Είδα τον άγιο Διονύσιο πάνω από το σπήλαιο να το ευλογή και μου είπε ότι την Εκκλησία του σπηλαίου θα την φυλάγει ο ίδιος και θα διατηρηθή έως συντελείας του κόσμου». Έκτοτε πήγαινε τις νύχτες κρυφά στο σπήλαιο και προσευχόταν.

* * *

Ο γερω-Φιλάρετος ασθένησε για ένα μήνα. Πονούσε το στομάχι του και δεν δεχόταν τροφή. Προαισθάνθηκε το τέλος του και ετοιμάστηκε. Αποχαιρέτησε και συγχωρήθηκε με τους γειτόνους του, και μόνος του, χωρίς άνθρωπο κοντά του, παρέδωσε το πνεύμα του εις χείρας Θεού ζώντος το έτος 1956 σε ηλικία 67 ετών.

Τον βρήκαν κεκοιμημένον με σταυρωμένα τα χέρια οι πατέρες και τον έθαψαν στον τάφο που είχε προετοιμάσει. Στο Κελλί του βρήκαν μία σκάφη με την οποίαν έπλενε τα ρούχα του στην θάλασσα, μία κουβέρτα και το βιβλίο του Αββά Ισαάκ του Σύρου.

Ο γείτονάς του γερω-Γαβριήλ ο Καρουλιώτης μετά την ανακομιδή φύλαγε τα λείψανά του μαζί με τα λείψανα του Γέροντός του Σεραφείμ σε μία σπηλιά. Η κάρα του είναι κατακίτρινη.

Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.

Από το βιβλίο: Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορειτική παράδοση, Άγιον Όρος 2011, σελ. 61.

Δημοφιλείς αναρτήσεις