Τό χρόνο πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός νά τόν γεμίσουμε μέ καλά ἔργα, μέ καλές σκέψεις, μέ ἁγνά αἰσθήματα.
Στενή καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν ζωήν. Ὁ φαρδύς δρόμος ὁδηγεῖ τούς ἀνθρώπους στήν κόλαση. Ποιός εἶναι ὁ φαρδύς δρόμος; Ἡ ξένοιαστη κοσμική ζωή, καί ὅταν περνοῦν οἱ μέρες μας ἄδειες…
Δέν πρέπει νά μᾶς πλανᾶ ὁ διάβολος• καί νά προσπαθήσουμε, κατά τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ μας, νά καθαρίσουμε τό ἔσωθεν τοῦ ποτηρίου πού εἶναι ἡ ψυχή μας, ἡ καρδιά μας, ὁ νοῦς μας. Ἄν τό μέσα τοῦ ποτηρίου, λέει, τό κάνεις, ἄνθρωπε, καθαρό καί τό ἔξωθεν θά εἶναι καθαρό. Ὑποκριτά, μήν κάνεις τό ἔξω, καί τό μέσα τό ἀφήνεις ἀκάθαρτο. Στά μάτια τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅλα φανερά. Τούς ἀνθρώπους θά τούς ξεγελάσουμε, θά δείξουμε ἄλλο πρόσωπο, ἀλλά τά μέσα μας εἶναι γνωστά στό Θεό. Νά φροντίσουμε μέσα μας νά τακτοποιηθοῦμε, ν’ ἀλλάξουμε. Τό χρόνο πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός νά τόν γεμίσουμε μέ καλά ἔργα, μέ καλές σκέψεις, μέ ἁγνά αἰσθήματα.
Νά μήν καθόμαστε καί ἀσχολούμαστε μέ ἀργολογίες, νά μήν ἀσχολούμαστε μέ συζητήσεις ἄκαιρες καί βλαβερές. Να ἀπαλλάξουμε τή γλώσσα μας ἀπό τό νά κρίνουμε τούς ἀνθρώπους, τόν ἀδελφό μας, τόν πλησίον μας. Ὄχι, ὄχι μήν τό κάνουμε αὐτό. Νά κρίνουμε τόν ἑαυτό μας, νά καταδικάσουμε τόν ἑαυτό μας. Ἄν τόν καταδικάσουμε, θά τόν ἀπαλλάξουμε τῆς καταδίκης του Θεοῦ. Ἄν καταδικάσουμε, θά καταδικαστοῦμε κι ἄν κρίνουμε, θά κριθοῦμε, καί μέ ὅποια μεζούρα μετρήσουμε θά μᾶς μετρήσει ὁ Θεός.
Ἡ κάθε στιγμή πού περνάει δέν ξαναγυρνάει. Ὁ διάβολος μᾶς κερδίζει χρόνο, μᾶς ἀπασχολεῖ μέ πράγματα γήινα καί πρόσκαιρα προκειμένου νά μᾶς κερδίσει τό χρόνο νά μήν τόν ἔχουμε, ὥστε νά μήν προσφέρουμε περισσότερα στό Θεό καί στήν ψυχή μας. Ἄς προσέξουμε ὅσο μποροῦμε νά εἴμαστε ἐν ἐγρηγόρσει, νά γρηγοροῦμε στό μυαλό, στήν καρδιά, νά μήν ἀφήνουμε σκέψεις, νά μήν ἀφήνουμε τήν καρδιά μας νά μολύνεται. […] Πόσες φορές ἄν θά ἐλέγξουμε τή συνείδησή μας, θά δοῦμε ὅτι δέν προσέχουμε. Ἑπομένως δημιουργοῦμε σκάνδαλο. Αὐτές τίς ἁμαρτίες δέν τίς γνωρίζουμε. Νά τίς ἐξαγορευθοῦμε καί νά σβήσουν.
Γι’ αὐτό θά τά προσέχουμε ὅλα αὐτά τά πράγματα, γιά νά εἴμαστε ἕτοιμοι. Ὁ θάνατος εἶναι φοβερός, δέν εἶναι παιχνίδι. Ἐάν κανείς ἀπό μᾶς ἔχει γνωρίσει λίγο περί θανάτου, ἄν κινδύνεψε ἀπό ἀσθένεια, εἶδε πόσο φοβερό εἶναι. Βλέπετε πῶς δακρύζει ὁ ἄνθρωπος ἤ καί κλαίει καί τρέχουν τά μάτια του κατά τήν ὥρα τήν ἐπιθανάτια; Γιατί κλαίει; Γιατί βλέπει ὅτι ἔρχονται οἱ ἐνάντιες δυνάμεις, ἔρχονται τά δαιμόνια ν’ ἁρπάξουν τήν ψυχή. Κι ἡ ψυχή τρέμει σάν τό φθινοπωρινό φύλλο στόν ἐλάχιστο ἄνεμο.