Ο φιλομόναχος και ασκητής Επίσκοπος Σισανίου και Σιατίστης Αντώνιος

Από την αρχή της Αρχιερατείας του ο Σεβασμιώτατος Αντώνιος έβλεπε τα ιστορικά Μοναστήρια της Επαρχίας του εγκαταλελειμμένα, χωρίς μοναχούς και με πολλά κτιριακά προβλήματα. Επειδή πίστευε στην δύναμη του μοναχισμού, ανέλαβε να ανακαινίση και να επανδρώση τις Μονές της Μητροπόλεώς του.

Φρόντισε και έφερε στην ιερά Μονή Παναγίας Μικροκάστρου τον Πνευματικό παπα-Στέφανο Ρήνο. Για να ξεκινήση τα ανακαινιστικά έργα τού έδωσε από την Μητρόπολη 37.000.000 δραχμές στην αρχή και στην συνέχεια και άλλα. Καθιέρωσε να γίνεται μία αγρυπνία τον μήνα, στην οποία συμμετείχε και ο ίδιος. Αν μέσα στον μήνα ήταν και μεγάλη εορτή εγίνετο και δεύτερη αγρυπνία. Ο Δεσπότης καθ’ όλην την διάρκεια της αγρυπνίας εξωμολογούσε μέχρι τους Αίνους, μετά ενεδύετο και λειτουργούσε. Σιγά-σιγά το Μοναστήρι έγινε όαση πνευματική, όχι μόνο για την Μητρόπολή του, αλλά και για όλη την Δυτική Μακεδονία.

Καλούσε τις Σαρακοστές Πνευματικούς από το Άγιον Όρος και Ηγουμένους για να λειτουργήσουν και να κάνουν ομιλίες.

Αργότερα μετέτρεψε σε γυναικεία την μονή Μικροκάστρου, φρόντισε για την στελέχωσή της και σήμερα η ευάριθμη αδελφότητά της αποτελεί μία πνευματική κυψέλη.

Ο π. Στέφανος θέλησε να ανακαινίση το μοναστήρι της Μεταμορφώσεως Δρυοβούνου. Ο Σεβασμιώτατος τον ενεθάρρυνε και του έδωσε τα απαραίτητα χρήματα για το ξεκίνημα και άλλα στην συνέχεια. Και αυτή η Μονή μετά την ανακαίνιση επανδρώθηκε και προσφέρει πνευματικό έργο αξιόλογο στους πολυπληθείς προσκυνητές.

Συνολικά ο Σεβασμιώτατος ανακαίνισε και επάνδρωσε οκτώ Μοναστήρια στην Μητρόπολή του. Τα εχαίρετο, τα βοηθούσε και τα επεσκέπτετο τακτικώτατα. Δεν βρήκε ούτε ένα επανδρωμένο και δεν υπήρχε ούτε ένας ιερομόναχος στην Μητρόπολή του. Ο ιερέας του πλησιέστερου χωριού λειτουργούσε στο Μοναστήρι. Σήμερα υπάρχουν περισσότεροι από είκοσι ιερομόναχοι και μερικοί εξ αυτών είναι Πνευματικοί και εξομολογούν πολλές ψυχές.

Τόνιζε συχνά το πνευματικό έργο που προσφέρουν τα Μοναστήρια, και έλεγε ότι οι Μητροπολίτες πρέπει να τα βοηθούν. «Εγώ δεν θέλω να κάνω συνεδριακά κέντρα ή άλλου είδους αίθουσες. Αν χρειασθή να συζητήσουμε κάποιο θέμα θα πάμε στο Αρχονταρίκι του Μοναστηριού. Όλα τα υπόλοιπα είναι έξοδα περιττά. Τα χρήματα που μου δίνουν, τα δίνω στα Μοναστήρια για την συντήρηση των κτιρίων και για τις ανάγκες των μοναχών. Αυτό θεωρώ χρέος μου».

Το φιλομοναχικό πνεύμα του Σεβασμιωτάτου Αντωνίου φαίνεται και από τις συχνές επισκέψεις του στο Άγιον Όρος. Για αρκετά χρόνια εξωμολογείτο στον ηγούμενο Γαβριήλ Διονυσιάτη. Με πολλά Μοναστήρια και Κελλιά είχε ιδιαίτερες πνευματικές σχέσεις. Οι Αγιορείτες βλέποντας την ταπείνωσή του, την άσκησή του και το μοναχικό του ήθος, τον αισθάνοντο οικείο τους και τον καλούσαν συχνά σε πανηγύρεις και για χειροτονίες. Δεν ήταν μόνο φιλομόναχος Επίσκοπος αλλά ήταν και μοναχός πραγματικός γιατί ζούσε ασκητική ζωή. Ήταν πράγματι ασκητής Επίσκοπος.

Πάντα είχε Πνευματικό και εξωμολογείτο τακτικώτατα. Μετά την χειροτονία του Πνευματικός του ήταν ο Μητροπολίτης Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ.κ. Διονύσιος. Αν και ήταν μικρότερός του, ο Σεβασμιώτατος Αντώνιος ζητούσε την γνώμη του και του έκανε υπακοή καλογερική.

Είχε συνηθίσει να κοιμάται νωρίς και ξυπνούσε τη νύχτα για να κάνη προσευχή. Όταν ήταν νέος ιερέας ξυπνούσε στις 3, έκανε την ακολουθία και την θεία Λειτουργία, και τελείωνε κατά τις 6 π.μ. Προσευχόταν πάρα πολύ και έκανε πολλές μετάνοιες και κομποσχοίνια με σταυρούς. Προέτρεπε και τους Ιερείς: «Να κάνετε μετάνοιες, να κάνετε μετάνοιες. Γιατί κάθεσθε και δεν κάνετε προσευχή;». Ο γέροντας Παΐσιος έλεγε για τον Σεβασμιώτατο Αντώνιο ότι, από τα πολλά σταυρωτά κομποσχοίνια που έκανε, ο δεξιός ώμος του έπεσε πιο κάτω. Εκείνος σαν να μην έκανε τίποτε, έλεγε με αυτομεμψία στον Γέροντα: «Ο κόσμος είναι καλός, εμείς δεν είμαστε όπως πρέπει».


Ήταν μεγάλος νηστευτής. Είχε πάνω από 55 χρόνια να γευθή κρέας. Ελαιόλαδο, και όταν είχε κατάλυση, δεν έβαζε στο φαγητό του, παρά μόνο σπορέλαιο. Την Μ. Σαρακοστή την περνούσε με ψωμί και χυμό πορτοκαλιού. Μαγείρευε μόνος του μία φορά για όλη την εβδομάδα. Την άλλη εβδομάδα έκανε άλλο φαγητό. Δεν θεωρούσε ταπεινωτικό στο γραφείο της Μητροπόλεως να έχη μπροστά του το ταψί και να καθαρίζη φακές. Το καλοκαίρι περνούσε συνήθως την ημέρα του με ένα καρπούζι. Έτρωγε το μισό το μεσημέρι και το μισό για βραδινό. Το έστιβε και έπινε το ζουμί του. Αυτό ήταν το φαγητό του. Ή έκανε σαλάτα ντομάτα, χωρίς κρεμμύδι και χωρίς λάδι. Έτρωγε κανένα παξιμάδι ή καρύδια με μέλι ή έστιβε πορτοκάλια και έπινε το χυμό. Προτιμούσε τα φρούτα, τα χορταρικά και τα όσπρια. Δεν τον απασχολούσε το φαγητό, ούτε έτρεχε σε τραπέζια επισήμων που τον καλούσαν.

Το βρώμα του και το πόμα του ήταν κυρίως η επιτέλεση του θελήματος του Θεού. Για καλό και ιδιαίτερο φαγητό δεν φρόντιζε ούτε στις μεγάλες γιορτές. Κάποτε την ημέρα του Πάσχα πήγε ο παπα-Στέφανος να του ευχηθή και τον βρήκε να τρώη μουσταλευριά. Του είπε: «Σήμερα, Σεβασμιώτατε, Πάσχα, τρώτε μουσταλευριά;» και απήντησε: «Είχα και λίγο γάλα, αλλά φοβήθηκα να μην με πειράξη μετά από τη νηστεία». Άλλη φορά τα Χριστούγεννα έφαγε συκαλάκι με ψωμί. Όταν τον καλούσαν πνευματικοπαίδια του στο σπίτι για φαγητό, τους έλεγε: «Μικρό ψαράκι, γαυράκι, μπακαλιαράκι, όχι ακριβό ψάρι και κάνα χορταρικό». Έτρωγε πάντα λίγο, σαν πουλάκι.

Άντεχε στο κρύο τον χειμώνα και κυκλοφορούσε μόνο με το αντερί. Στο δωμάτιό του η θερμοκρασία τον χειμώνα δεν ξεπερνούσε τους 12ο C.

Από την αρχή που πήγε στην Σιάτιστα ζούσε μόνος του στην Μητρόπολη. Ήταν η έρημός του. Μόνος του αυτοεξυπηρετείτο και προσέφερε το κέρασμα στους επισκέπτες του. Δεν είχε ούτε μαγείρισσα, ούτε καθαρίστρια, ούτε άλλους υπαλλήλους. Μια φορά το μήνα λειτουργούσε στο Εκκλησάκι της Μητροπόλεως και κάποιες κυρίες που εκκλησιάζοντο, ύστερα καθάριζαν το Εκκλησάκι και τις σκάλες.
Τα απογεύματα ο Δεσπότης πήγαινε συνήθως στο Δρυόβουνο. Αισθανόταν μοναχός και ο φυσικός του χώρος που τον ανέπαυε ήταν το μοναστήρι.

 Από το βιβλίο: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τ. Β’, Άγιον Όρος 2012, σελ. 314.

Δημοφιλείς αναρτήσεις