Το πάθος του θυμού

Το πάθος του θυμού στηρίζεται κυρίως στην υπερηφάνεια, και από αυτήν δυναμώνει και γίνεται ανίκητο. Όποιος λοιπόν θέλει να γκρεμίσει και να ισοπεδώσει μέσα του αυτό το οικοδόμημα της ανομίας –που χτίζει κάθε φορά στην ψυχή του ο πονηρός μαζεύοντας, αντί για πέτρες, διάφορες προφάσεις στους λογισμούς, εύλογες ή παράλογες, μέσα από τα υλικά πράγματα ή λόγια, και κατασκευάζοντας με αυτές οικοδομή κακίας μέσα στην ψυχή– αυτός ας κρατά αλησμόνητη μέσα στην καρδιά του την ταπείνωση του Κυρίου.
Ας συλλογίζεται δηλαδή τι ήταν ο Κύριος και τι έγινε για εμάς, και από ποιο ύψος φωτός της θεότητας –που ήταν αποκαλυμμένη στις ουράνιες υπάρξεις ανάλογα με τη δύναμή τους και δοξαζόταν στους ουρανούς από όλους τους αγγέλους– σε ποιο βάθος ανθρώπινης ταπείνωσης κατέβηκε από ανέκφραστη αγαθότητα. Και δεν ντράπηκε ο Κύριος όλης της κτίσης, ορατής και αόρατης, να πάρει επάνω του τον άνθρωπο, τον καταδικασμένο με θεϊκή απόφαση να είναι κάτω από τα ατιμωτικά πάθη (*), αλλά ταπείνωσε τον εαυτό του και έγινε όμοιος σε όλα με εμάς, χωρίς αμαρτία (Εβρ. 4:15), χωρίς δηλαδή τα αισχρά πάθη –γιατί τις τιμωρίες που με θεϊκή απόφαση επιβλήθηκαν στον άνθρωπο για την αμαρτία της παράβασης, εννοώ τον θάνατο, τον κόπο, την πείνα, τη δίψα και τα παρόμοια, όλα αυτά τα πήρε επάνω του με το να γίνει ό,τι είμαστε εμείς, ώστε να γίνουμε ό,τι είναι αυτός. Ο Θεός Λόγος έγινε άνθρωπος, για να γίνει ο άνθρωπος θεός, και έγινε όμοιος σε όλα με εμάς, για να γίνουμε εμείς όμοιοι με αυτόν μέσω όλων των αρετών. Και, για να αφήσω τα πολλά, ο Κύριος για χάρη μας εξευτελίστηκε, χλευάστηκε, μαστιγώθηκε, δέχτηκε φτυσίματα, περιγελάστηκε, περιπαίχτηκε· στο τέλος σταυρώθηκε, κεντήθηκε στο πλευρό με λόγχη, πέθανε, κατέβηκε στον άδη.

Ας απαριθμήσω με συντομία και τους καρπούς των παθών του Κυρίου. Αυτοί είναι: η ανάσταση από τους νεκρούς, η λαφυραγώγηση από τον άδη και τον θάνατο των ψυχών που πήγαν μαζί με τον Κύριο, η ανάληψη στον ουρανό, το κάθισμα στα δεξιά του Πατέρα, η τιμή και η δόξα επάνω από κάθε αρχή και εξουσία και από καθετί, η προσκύνηση όλων των αγγέλων στον Πρωτότοκο των νεκρών για τον λόγο των παθών, σύμφωνα με τα λόγια του αποστόλου (Εφ. 1:21· Εβρ. 1:6· Κολ. 1:18).

Εκείνος λοιπόν που διατηρεί στην καρδιά του αυτές τις σκέψεις με πόθο και διάθεση να μην τις ξεχάσει, δεν θα κυριευτεί από το πάθος της έχθρας και του θυμού. Γιατί με την ταπείνωση του Χριστού, την οποία αναλογίζεται, θα βγουν τα θεμέλια του πάθους της υπερηφάνειας, οπότε όλο το άνομο οικοδόμημα του θυμού θα γκρεμιστεί εύκολα και από μόνο του.

Ποια δηλαδή σκληρή και πέτρινη καρδιά, αν συλλογίζεται συνεχώς την τόσο μεγάλη ταπείνωση της θεότητας του Μονογενούς για χάρη μας και την υπομονή των τόσων παθών που απαριθμήθηκαν, δεν συντρίβεται, δεν ταπεινώνεται, δεν έρχεται σε κατάνυξη και δεν γίνεται χώμα και στάχτη, να την ποδοπατά ο καθένας; Και την ψυχή που θα συντριβεί έτσι, ποιος θυμός ή ποια έχθρα μπορεί να την κυριεύσει; Νομίζω ότι, αν η μητέρα των κακών, η λησμοσύνη, δεν κλέψει από την καρδιά αυτούς τους σωτήριους και ζωοποιούς λογισμούς, ποτέ δεν θα νικηθεί ο άνθρωπος από τον θυμό.

 (*) Εδώ με την έκφραση αυτή δεν εννοεί τα πάθη-αμαρτίες αλλά την ατιμωτική (σε σύγκριση με την αρχική του δημιουργία) κατάσταση της φθοράς, στην οποία βρέθηκε ο άνθρωπος μετά την πτώση, όπως περιγράφεται από την καταδικαστική απόφαση του Θεού στη Γένεση (3:16-19).

 Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Β’, Υπόθεση ΛΕ’ (35), σελ. 292. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2003.

Δημοφιλείς αναρτήσεις