Τι πρέπει να κάνουμε, για να μην έχουμε ενοχές απέναντι στον Θεό
Είναι πάρα πολύ σοβαρό το θέμα των ενοχών, και από ψυχολογική και από πνευματική πλευρά και από την πλευρά της καθημερινής πραγματικότητος.
Θα έλεγα ευθέως ότι δεν πρέπει να έχει ενοχές η ψυχή. Τελείωσε. Άμα έχει ενοχές, κάτι δεν πηγαίνει καλά. Πέρα από την τυραννία, από την όλη ταλαιπωρία και από το όλο ζόρισμα που θα έχει, δεν μπορεί να προκόψει η ψυχή, άμα έχει ενοχές. Θα το έλεγα λοιπόν ευθύς αμέσως και απερίφραστα, ότι δεν πρέπει η ψυχή να έχει ενοχές· είτε πνευματικής είτε ψυχολογικής φύσεως.
Ένα μικρό παιδί, που κυρίως ψυχολογικώ τω τρόπω θα ζήσει κάποιες ενοχές, επειδή δεν μπορεί να τις αντέξει, τις απωθεί. «Τακτοποιεί» δηλαδή τις ψυχολογικής φύσεως ενοχές με το να τις απωθήσει. Και φαίνεται σαν να λυτρώθηκε, ενώ από μέσα αυτές δουλεύουν, γι’ αυτό είναι άχαρη μετά η ζωή του ανθρώπου αυτού. Είναι κάποια πράγματα που τυραννούν τον άνθρωπο, και νομίζω ότι από μη καλή γνώση των πραγμάτων ο άνθρωπος υποφέρει.
Υπάρχουν και οι πνευματικής φύσεως ενοχές, που και αυτές τις τακτοποιεί δυστυχώς ο άνθρωπος ή με το να τις απωθεί, οπότε γίνεται και ψυχολογικό το πρόβλημα, ή κάνει κάτι άλλο, που είναι ακόμη χειρότερο. Και μπορεί να φαίνεται ότι δεν υποφέρει, αλλά ο άνθρωπος χαλάει πέρα για πέρα. Αυτό το τελευταίο να το αναλύσω λιγάκι, για να το καταλάβουμε καλύτερα.
Όταν ο Αδάμ και η Εύα αμάρτησαν, θα μπορούσαν να αντιδράσουν με έναν από τους τρεις τρόπους που θα πω στη συνέχεια. Πρώτον, να μετανοήσουν αμέσως. Αυτός είναι όχι απλώς ο καλύτερος τρόπος, αλλά ο σωστός τρόπος. Αμέσως να μετανοήσει κανείς. Αν δηλαδή και ο Αδάμ και η Εύα έλεγαν με αληθινή μετάνοια: «Συγχώρησέ μας, Θεέ μου, αμαρτήσαμε. Δεν σε ακούσαμε· πήγαμε αντίθετα προς την εντολή σου και αντίθετα προς την αγάπη σου. Να μας συγχωρήσεις», θα τακτοποιούνταν. Αυτός είναι ο σωστός τρόπος.
Δεύτερον, να νιώσουν όλη την ενοχή, να νιώσουν όλο τον τρόμο και να δικαιολογηθούν. Αυτό που έκανε ο Αδάμ: φοβήθηκε, κρύφτηκε μην τον βρει ο Θεός και αρχίζει τις δικαιολογίες. Όλα αυτά δείχνουν ότι έχει αίσθηση της ευθύνης για την αμαρτία και ζει την ενοχή. Αυτός ο τρόπος είναι κάπως καλύτερος από τον τελευταίο.
Θα μπορούσε να αντιδράσει με τον τρίτο τρόπο, που είναι ο χειρότερος. Ο τρίτος τρόπος είναι το να έλεγαν οι πρωτόπλαστοι: «Και τι μας ενδιαφέρει ο Θεός; Τι δουλειά έχουμε με τον Θεό; Μακριά από τον Θεό· να κοιτάξουμε τη ζωή μας». Αυτό το οποίο κάνει σήμερα η ανθρωπότητα, είτε με τον έναν τρόπο είτε με τον άλλο.
Η μια περίπτωση –κάτι που αρκετά δίνει και παίρνει στις ημέρες μας– είναι ότι οι άνθρωποι δέχονται τον Θεό, αλλά ως εξής: «Εντάξει· είσαι κι εσύ. Θέλεις και κάποια πράγματα; Να έρθουμε σε καμιά ακολουθία, να αναφέρουμε το όνομά σου καμιά φορά; Να το κάνουμε ευχαρίστως». Από κει και πέρα όμως οι άνθρωποι δεν λογαριάζουν τον Θεό και ζουν άνετα τη ζωή τους. Η όλη σχέση με τον Θεό είναι τέτοια, που σαν να τακτοποιούνται και να σιγουρεύουν τον εαυτό τους μόνοι τους, χωρίς να έχουν αναφορά στον Θεό και χωρίς να έχουν τύψεις και ενοχές γι’ αυτό. Αυτό είναι πάρα πολύ άσχημο, διότι αλλοτριώνει πέρα για πέρα τον άνθρωπο, και μετά δεν υπάρχει και μετάνοια. Άμα ο άνθρωπος περάσει σε τέτοια κατάσταση, δύσκολα να μετανοήσει. Ενόσω έχει κανείς φόβο, αγωνία, τύψεις, ενοχές, επειδή είναι ανήσυχος, είναι ενδεχόμενο να βρει τη μετάνοια, είναι ενδεχόμενο να βρει την αλήθεια, ενώ ο άλλος σαν να το γλεντάει το πράγμα και δεν τον νοιάζει η σχέση του με τον Θεό.
Η άλλη περίπτωση είναι ότι η ανθρωπότητα δεν δίνει καμιά σημασία στον Θεό, αν υπάρχει, αν δεν υπάρχει, και κάνουν οι άνθρωποι τα δικά τους. Είναι πάρα πολλοί που έχουν μια τέτοια στάση απέναντι στον Θεό: «Δεν βαριέσαι». Ούτε τους νοιάζει αν κάτι είναι αμαρτία, αν δεν είναι αμαρτία, αν κάνουν καλά, αν δεν κάνουν καλά. Μια τέλεια ισοπέδωση. «Αυτό είναι αμαρτία; Από πού ως πού; Το άλλο είναι αμαρτία; Από πού ως πού;» Τα πάντα δηλαδή είναι επιτρεπτά, αρκεί να τα θέλει κανείς, αρκεί να τα ποθεί, αρκεί να τα αγαπάει. Φεύγει τελείως η έννοια της αμαρτίας, η έννοια ότι κανείς προσκρούει στον νόμο του Θεού, στην εντολή του Θεού, και συνεπώς είναι ένοχος ενώπιον του Θεού και επομένως θα δώσει λόγο στον Θεό. Και βέβαια ούτε ενοχές έχουν τέτοιοι άνθρωποι. Αλλά όμως χαλάει ο άνθρωπος. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις δηλαδή γίνεται κάτι που πάλι απώθηση είναι, αλλά άλλου είδους απώθηση, που κάνει χειρότερα τα πράγματα.
Όταν αισθάνεται κανείς ότι αμάρτησε, έχει ενοχές, έχει τύψεις, οπότε έχει μια κάποια σωστή σχέση με τον Θεό. Με το να έχει ενοχές, με το να αισθάνεται ότι κάτι έκανε που δεν είναι καλό, με το να αισθάνεται ότι προσέκρουσε στο θέλημα του Θεού, κάπως η ηθική συνείδηση του ανθρώπου περισώζεται, διαφυλάσσεται, δεν καταργείται, δεν καταστρέφεται. Οι άλλοι οι οποίοι κάνουν με όλη την άνεσή τους τα όργιά τους –το τι γίνεται σήμερα δεν λέγεται!– καθώς δεν αισθάνονται ότι αμαρτάνουν, καθώς δεν αισθάνονται ότι παραβαίνουν τον νόμο κανενός, δεν έχουν ενοχές ούτε τύψεις. Ναι, αλλά ο άνθρωπος όμως είναι εκ φύσεως ον το οποίο έχει αναφορά στον Θεό. Εκ φύσεως· θέλει δεν θέλει. Δεν είναι θέμα δικό του. Είναι έτσι φτιαγμένος. Όταν λοιπόν αυτή την αναφορά τη διαγράψει, τη σβήσει, τότε πολύ τερατοποιείται ο άνθρωπος. Σ’ αυτή την περίπτωση απωθείται η ηθική συνείδηση και πλέον σαν να μην έχει κανείς ηθική συνείδηση.
Έχουμε πει ότι η ψυχολογία ομιλεί για απωθήσεις. Είναι άβυσσος η όλη υπόθεση. Έχει ο άνθρωπος κάποιους πόθους, κάποιες επιθυμίες, κάποιες ανάγκες και τα απωθεί για διαφόρους λόγους. Και αυτά, καθώς είναι απωθημένα, δημιουργούν προβλήματα. Αλλά η φοβερότερη και η χειρότερη απώθηση είναι αυτή για την οποία τώρα κάνουμε λόγο, δηλαδή η απώθηση της ηθικής συνειδήσεως, η οποία ισοπεδώνει τον άνθρωπο, τον αποχρωματίζει. Δεν υπάρχει χειρότερη αλλοτρίωση από αυτήν. Πρόκειται για αφανισμό της ανθρώπινης υπάρξεως.
Το ξαναλέω: υπάρχει μια κάποια ελπίδα μετανοίας, και γι’ αυτό είναι σε καλύτερη κατάσταση αυτός που, έστω και κατά αρρωστημένο τρόπο, αισθάνεται ενοχές, τύψεις, αισθάνεται ανήσυχος, έχει άγχος. Αυτός έχει κάποια στοιχεία καλά μέσα του, απλώς δεν λειτουργεί σωστά. Ενώ ο άλλος κάνει τα χειρότερα πράγματα και δεν έχει την παραμικρή τύψη.
Σε όσους απωθούν την ηθική συνείδηση, μάλλον την ώρα του θανάτου θα βγει όλη αυτή η πραγματικότητα από μέσα τους, και η ίδια η συνείδηση θα καταδικάσει τον άνθρωπο. Αλλά θα είναι αργά τότε, γιατί δεν υπάρχει μετάνοια πλέον.
Αφήνουμε τώρα όμως αυτούς οι οποίοι απωθούν την ηθική συνείδηση και δεν έχουν ενοχές. Αυτοί είναι σε πολύ άσχημη κατάσταση. Παίρνουμε όλους τους άλλους που έχουν ψυχολογικής φύσεως απωθήσεις και ενοχές. Όπως είδαμε, όταν τα μικρά παιδιά έχουν κάποιες μη καλές εμπειρίες που δεν μπορούν να τις αντέξουν, τις απωθούν, και αυτές δουλεύουν από κει, από την απωθημένη κατάσταση, και δημιουργούνται μέσα τους ενοχές. Όταν αυτοί οι νέοι φθάνουν σε μια κάποια ηλικία, τριάντα, τριάντα πέντε, σαράντα ετών, βγαίνουν τα βιώματα αυτά –ενώ ήταν σε απωθημένη κατάσταση, για διαφόρους λόγους, τώρα έρχονται στο συνειδητό– και αρρωσταίνουν οι άνθρωποι ψυχολογικά, και ξαφνικά γίνεται κανείς ψυχοπαθής.
Απ’ όλα αυτά βγαίνει το εξής. Καλό είναι να μην έχει κανείς ενοχές. Διότι αν έχει ενοχές, δηλαδή ατακτοποίητες καταστάσεις, αυτές δεν τον αφήνουν να είναι ήσυχος, ήρεμος, να έχει χαρά, ευτυχία, ισορροπία, να είναι ελεύθερος από άγχη και τέτοια. Καλό είναι λοιπόν να μην έχει κανείς ενοχές, και για να αισθάνεται ωραία και για να προκόπτει πνευματικά.
Στην πνευματική σφαίρα ο μόνος τρόπος να τακτοποιηθούν οι ενοχές είναι να μετανοήσει κανείς. Είναι πολύ ωραίο αυτό. Ό,τι κι αν έχεις κάνει, μόλις μετανοήσεις, δεν έχεις ενοχή. Εμπιστεύεσαι τον εαυτό σου στον Χριστό.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “…πάντα συνεργεί εις αγαθόν”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2014, σελ. 95 (αποσπάσματα).
Πηγή: www.koinoniaorthodoxias.org