Η Παναγία, όποτε έχουµε ανάγκη, απαντά αµέσως στην προσευχή µας.
Η Παναγία, όποτε έχουµε ανάγκη, απαντά αµέσως στην προσευχή µας. Όποτε δεν έχουµε, µας αφήνει, για να αποκτήσουµε λίγη παλληκαριά. (Άγιος Παϊσιος ο Αγιορείτης)
Κατά το 1860, επειδή υπήρχε στο Άγιο Όρος πολύς Τουρκικός στρατός, για ένα διάστημα, δεν είχε μείνει στην Μονή Ιβήρων κανένας μοναχός. Ερχόταν στο μοναστήρι μόνο ένας μοναχός από μακριά που άναβε τα καντήλια και σκούπιζε. Μέσα και έξω από το μοναστήρι ήταν Τουρκικός στρατός και αυτός ο καημένος σκούπιζε και έλεγε: «Παναγία μου, τί θα γίνει μ’ αυτήν την κατάσταση;». Μια φορά που προσευχόταν με πόνο στην Παναγία, βλέπει να τον πλησιάζει μια γυναίκα – ήταν η Παναγία – που έλαμπε και το πρόσωπό της ακτινοβολούσε. Του παίρνει την σκούπα από το χέρι και του λέει: «Εσύ δεν ξέρεις να σκουπίζεις καλά· εγώ θα σκουπίσω». Και άρχισε να σκουπίζει. Ύστερα εξαφανίστηκε μέσα στο Ιερό. Σε τρεις μέρες έφυγαν όλοι οι Τούρκοι! Τους έδιωξε η Παναγία… (Άγιος Παϊσιος ο Αγιορείτης)
Οι Χαιρετισμοί της Παναγίας είναι δοξολογία. Μπορείς να τους λες σαν ευχαριστία στην Παναγία, όταν εκπληρώνει κάποιο αίτημά σου. Όχι όλο να ζητάμε από την Παναγία, αλλά να Την ευχαριστούμε κιόλας. Οι Χαιρετισμοί της Παναγίας, περιέχουν πολλή Χάρη. (Άγιος Παϊσιος ο Αγιορείτης)
Όταν ήμουν στη Μονή Φιλοθέου (1955-1958), μια φορά αμέσως μετά την αγρυπνία της Παναγίας, με έστειλε ένας Προϊστάμενος να πάω ένα γράμμα στη Μονή Ιβήρων. Ύστερα έπρεπε να πάω κάτω στον αρσανά της μονής και να περιμένω ένα γεροντάκι που θα ερχόταν με το καραβάκι, για να το συνοδεύσω στο μοναστήρι μας – απόσταση μιάμιση ώρα με τα πόδια. Ήμουν από νηστεία και από αγρυπνία. Τότε τη νηστεία του Δεκαπενταυγούστου τη χώριζα στα δύο· μέχρι της Μεταμορφώσεως δεν έτρωγα τίποτε, την ημέρα της Μεταμορφώσεως έτρωγα, και μετά μέχρι της Παναγίας πάλι δεν έτρωγα τίποτε. Έφυγα λοιπόν αμέσως μετά την αγρυπνία και ούτε σκέφτηκα να πάρω μαζί μου λίγο παξιμάδι. Έφτασα στη Μονή Ιβήρων, έδωσα το γράμμα και κατέβηκα στον αρσανά, για να περιμένω το καραβάκι. Θα ερχόταν κατά τις τέσσερις το απόγευμα, αλλά αργούσε να έρθει. Άρχισα εν τω μεταξύ να ζαλίζομαι. Πιο πέρα είχε μια στοίβα από κορμούς δένδρων, σαν τηλεγραφόξυλα, και είπα με τον λογισμό μου: «Ας πάω να καθίσω εκεί που είναι λίγο απόμερα, για να μη με δει κανείς και αρχίσει να με ρωτάει τι έπαθα». Όταν κάθισα, μου πέρασε ο λογισμός να κάνω κομποσχοίνι στην Παναγία να μου οικονομήσει κάτι. Αλλά αμέσως αντέδρασα στον λογισμό και είπα: «Ταλαίπωρε, για τέτοια τιποτένια πράγματα θα ενοχλείς την Παναγία;». Τότε βλέπω μπροστά μου έναν Μοναχό. Κρατούσε ένα στρογγυλό ψωμί, δύο σύκα και ένα μεγάλο τσαμπί σταφύλι. «Πάρε αυτά, μου είπε, εις δόξαν της Κυρίας Θεοτόκου», και χάθηκε. Ε, τότε διαλύθηκα· με έπιασαν τα κλάματα, ούτε ήθελα να φάω πια… Πα, πα! Τι Μάνα είναι Αυτή! Να φροντίζει και για τις μικρότερες λεπτομέρειες! Ξέρεις τι θα πει αυτό! (Άγιος Παϊσιος ο Αγιορείτης)