Περί μοίρας και προνοίας
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
Το να επικαλείται κανείς τη μοίρα ως δικαιολογία για τα παραπτώματά του αποτελεί τη μεγαλύτερη ανοησία.
Γνωρίζω ότι κι άλλη φορά στο παρελθόν μίλησα στην αγάπη σας για την μοίρα, αλλά τίποτε δεν με εμποδίζει και σήμερα να αφιερώσω το λόγο μου στο ίδιο θέμα. Κι αυτό όχι γιατί η ασθένεια αυτή είναι ισχυρή, αλλά επειδή η δική σας αδιαφορία είναι απίστευτα μεγάλη και κάνει να φαίνονται μεγάλα τα μικρά νοσήματα. Γιατί και στον τυφλό είναι φανερό εκ φύσεως ότι οι πιστοί δεν έχουν ανάγκη ούτε λόγια ούτε διδασκαλίες για ν’ αποφεύγουν αυτό το κακό. Όπως δηλαδή αυτόν που κατοικεί τη χώρα μας και ζει σύμφωνα με τους δικούς μας νόμους και είναι υπήκοος των ίδιων βασιλέων, δεν είναι ανάγκη να τον πείθουμε κάθε ημέρα, ότι δεν πρέπει να εισάγει τον περσικό τρόπο ζωής, αλλά μόνο να τον εμποδίζουμε, έτσι κι εδώ· από τα αμαρτήματα δηλαδή, άλλα έχουν ανάγκη λόγου και διδασκαλίας, άλλα όμως είναι τόσο φοβερά, ώστε να εμποδίζονται μόνο με τον φόβο και την τιμωρία.
Όπως, λόγου χάρη, ο φόνος η μοιχεία, η κλεψιά, όλα αυτά δε χρειάζονται διδασκαλία, γιαυτό και ο νομοθέτης δεν έγραψε διδασκαλία που να μας λέει κάθε στιγμή ότι το πράγμα αυτό είναι αμαρτωλό, γιατί θα προκαταλάμβανε το λογικό μας, αλλά μόνο έθεσε την απαγόρευση, «μη μοιχεύσεις», «μη φονεύσεις».[1] Όταν όμως κάνει λόγο για αδικίες σε χήρες και για κακουργίες σε απροστάτευτους, τότε προσθέτει και εξηγήσεις. «Να ελεήσετε τη χήρα και τον ξένο, γιατί κάποτε κι εσείς υπήρξατε ξένοι στην Αίγυπτο».[2] «Το Σάββατο να το τιμάς με αργία»,[3] λέει κι έπειτα προσθέτει την εξήγηση.
Το να μην παραδέχεσαι τη μοίρα λοιπόν, δεν είναι ζήτημα που χρειάζεται εξήγηση, αλλά ανήκει σ’ αυτά που είναι φανερά. Όπως δηλαδή είναι φανερό πως το να φονεύεις και να μοιχεύεις είναι κακό και αμαρτωλό, έτσι είναι φανερό ότι το να πιστεύεις στη μοίρα είναι κακό και απαγορευμένο. Και μη νομίζετε ότι επειδή πολλοί την πιστεύουν, δεν είναι απαγορευμένο. Γιατί και το φόνο τον τολμούν και όμως απαγορεύεται απ’ τους νόμους, και οι μοιχείες και οι κλοπές απαγορεύονται, όμως πολλοί τις διαπράττουν.
Το να πιστεύεις λοιπόν στη μοίρα είναι κάτι που δεν επιτρέπεται, όπως ο φόνος που και οι νόμοι των ειδωλολατρών τον απαγορεύουν, κι όμως συχνά ακούμε για φόνους. Κι αν ένας που μοίχεψε τη γυναίκα κάποιου, έρθει κατηγορούμενος στο δικαστήριο και πει ότι, δεν φταίω εγώ αλλά η μοίρα, γιατί εγώ ήθελα την εγκράτεια, εκείνη όμως (η μοίρα) με ώθησε και μ’ έριξε στο παράπτωμα, δε θα καταδικαστεί σε βαρύτερη τιμωρία με μια τόσο γελοία απολογία; Θα τύχει άραγε κάποιας συγγνώμης; Καθόλου. Κι όμως έπρεπε, σύμφωνα μ’ αυτούς που παραδέχονται τη μοίρα. Γιατί δεν υπάρχει καλύτερη δικαιολογία από αυτή, ότι όλα γίνονται από τη μοίρα και όχι από τη θέλησή μας. Εάν η θέλησή μας είναι πιο ισχυρή από τη μοίρα, τότε δεν υπάρχει μοίρα. Εάν, παρά όσα επινοήσει και μελετήσει κανείς, είναι ανάγκη να εκπληρωθούν οπωσδήποτε οι επιταγές της, τότε μάταια τιμωρείται αυτός και πρέπει να αθωωθεί. Και όμως ποτέ δε θα ακούσει κανείς να λέει κάποιος αυτές τις δικαιολογίες στο δικαστήριο και να αθωωθεί. Έτσι το θέμα της μοίρας είναι διαβλητό απ’ όλους και θεωρείται μύθος και φλυαρία.
Πολλοί άρχοντες -αν κι όταν εκβιαστεί κανείς από κάποιον άνθρωπο να πράξει κάτι κακό, και ύστερα τον κατηγορούν, αρκεί για δικαιολογία του να αποδείξει ότι εκβιάστηκε και δε θα του λογαριαστεί σαν αδίκημα-, πολλοί λοιπόν άρχοντες που κατηγορήθηκαν για άδικο φόνο, τιμωρήθηκαν, αλλά τους δήμιους που βοήθησαν να εκτελεστούν οι φόνοι και με τα ίδια τους τα χέρια έκαναν τη σφαγή, ούτε καν τους πήγε κανείς στο δικαστήριο, ούτε τους ζήτησε ευθύνες, γιατί τους δικαιολογούσε η ανάγκη και από το κύρος της εξουσία και από το φόβο της υποταγής.
Αφού λοιπόν οι άνθρωποι ξέρουν να συγχωρούν εκείνον που καταναγκάστηκε να διαπράξει το αδίκημα από συνάνθρωπο και όμοιό τους, αυτόν που καταναγκάζεται από τη μοίρα, δεν θα έπρεπε να τον συγχωρούν πολύ περισσότερο; Και γιατί ήταν αδύνατο να το αποφύγει.
Και είναι, καθώς λένε, τόσο ακατανίκητη η εξουσία της μοίρας, ώστε κι αν πάει κανείς στην έρημο, κι αν μεταβεί στη θάλασσα ή οπουδήποτε αλλού, δε θα ξεφύγει κανείς από τα σχέδιά της. Πώς λοιπόν δεν είναι παράδοξο, εκείνος που καταναγκάζεται από τη βία των βαρβάρων να βρίσκει μεγάλη συγχώρεση, εκείνος όμως που καταναγκάζεται από ανώτερη, καθώς λένε, δύναμη, να τιμωρείται και να μην μπορεί να απολογηθεί επικαλούμενος τη μοίρα;
Κανείς που πρόλαβε ως δικαιολογία τη μοίρα δεν απέφυγε την τιμωρία για τα παραπτώματά του, ούτε ο κακούργος στο δικαστήριο, ούτε ο δούλος στο σπίτι του κυρίου του, ούτε τα παιδιά στο σχολείο, ούτε οι μαθητές στις τέχνες, όπου κι αν έσφαλαν. Πώς λοιπόν μερικοί ενώ πιστεύουν στη μοίρα, κατ’ αυτόν τον τρόπο την απορρίπτουν, αφού δεν αναγνωρίζουν καμιά συγγνώμη σε πράξεις που έγιναν από τη δική της αναγκαιότητα; Έτσι, ενώ πείστηκαν απόλυτα για την αλήθεια, ότι δηλαδή όλη αυτή η υπόθεση περί μοίρας είναι μύθος, όταν πέσουν σε βαριά αμαρτήματα, προσθέτουν επί πλέον και ένα άλλο, ότι δηλαδή με τη βοήθεια της μοίρας θα ξεφύγουν από την τιμωρία που τους περιμένει και δε θα υποστούν πιο βαριά τιμωρία. Γιατί δεν είναι τόσο μεγάλο κακό το να αμαρτάνεις, όσο το να δείχνεις αυθάδεια μετά την αμαρτία και να κατηγορείς το Θεό για όσα κακά έπραξες εσύ. Αυτό είναι το χειρότερο από κάθε αμαρτία· πράγμα που κι ο διάβολος το επεδίωξε, ώστε όχι μόνο να γίνουμε αδιάφοροι για την αρετή και πρόθυμοι για την κακία, αναθέτοντας την αιτία όλων στο Θεό, αλλά να κάνει και την ψυχή και τη γλώσσα μας να λένε βλασφημίες σαν δικαιολογία, να κατηγορούμε το Θεό, κι ενώ εμείς κάνουμε το κακό, να διώχνουμε από πάνω μας την κατηγορία και να τη μεταθέτουμε σ’ Εκείνον που δε φέρει καμία ευθύνη. Κι όμως, αν φανεί ότι κάποιος τόλμησε κάτι τέτοιο πάνω σε άλλον άνθρωπο, αυτό και μόνο φτάνει για την κατηγορία του και την καταστροφή του. Όταν κάποιος συκοφαντεί έναν άλλο, που δεν έπραξε κανένα κακό, αξίζει να τιμωρηθεί σαν εκείνους που τόλμησαν κι έπραξαν το κακό.
Να προφυλάξουμε τους εαυτούς μας και τους αδελφούς μας απ’ την ψυχική ασθένεια της δοξασίας της μοίρας.
Κοίταξε λοιπόν πόσα κακά συνθέτει ο διάβολος με τη μοίρα. Την περιφρόνηση της αρετής· γιατί χαλαρώνει την ψυχή, ακόμη κι αν αγωνίζεται γιαυτήν με μεγάλη προθυμία, όταν την πείσει ότι καμιά πράξη απ’ όσες κάνουμε δεν εξαρτάται από εμάς, αν θα πέσουμε δηλαδή με ευκολία στην κακία. Γιατί, όταν κάποιος μάθει ότι αν μοιχεύσει ή φονεύσει ή κάνει διάρρηξη, δεν είναι αξιοκατάκριτος, δε θα πάψει να γλυστρά όπως στον κατήφορο, να δημιουργεί συκοφάντες της θείας πρόνοιας και να γίνεται και ο ίδιος συκοφάντης κατά του Θεού. Χειρότερο κακό από αυτό, πες μου, ποιο μπορεί να γίνει;
Να αποφεύγουμε λοιπόν, αγαπητοί, αυτή την ειδωλολατρία, που είναι πραγματικά θάνατος μέσα στη χύτρα,[4] και καθένας που παίρνει από εκεί, έστω και λίγο από τις διεφθαρμένες θεωρίες της, θα πεθάνει οπωσδήποτε, αν δεν επανέλθει στην ορθή διδασκαλία για να απολαύσει την καθαρή πνευματική του υγεία. Για να μην θρηνούμε λοιπόν ανώφελα μετά, όταν φύγουμε από αυτόν τον κόσμο και μας τελειώσει η προθεσμία της μετάνοιας, όσο ακόμα εξαρτάται από μας, όσοι μεν προσβληθήκαμε από αυτήν την αρρώστια, να μετανοήσουμε και να ξαναβρούμε τον εαυτό μας, και όσοι δεν προσβληθήκαμε απ’ αυτήν κι έχουμε την υγεία μας, να τη διατηρούμε καθαρή και να βοηθάμε εκείνους που την έχασαν. Γιατί, αν για όσους αρρωσταίνουν σωματικά, δείχνουμε τόσο ενδιαφέρον και τόση φροντίδα, όταν πρόκειται για αρρώστια της ψυχής δεν θα κάνουμε τα πάντα; Και τι δε θα υπομείνουμε για να ξανακερδίσουμε τον αδελφό μας που είναι κι αυτός μέλος της ίδιας κοινωνίας, αφού άλλωστε ανήκει στο πλήρωμα του εκκλησιαστικού σώματος.
Να τα μεταχειριστούμε όλα λοιπόν γιαυτό τον σκοπό, να τα κάνουμε όλα γιαυτό, να διώξουμε τα σκυλιά, τους λύκους, και να μη θεωρούμε αρκετό για μας το να σώσουμε μόνο τους εαυτούς μας. Γιατί όπως λέει ο Ψαλμός, ότι «όταν έβλεπες κλέφτη, έτρεχες κι εσύ μαζί του ως συνεργός του, και συμμετείχες στις αθλιότητες των μοιχών»,[5] το ίδιο θα ακούσουμε. Όταν δούμε κάποιον αδελφό μας να κλέβει με λόγια και ψιθύρους το ίδιο θα ακούσουμε. Η Εκκλησία είναι ο οίκος του Κυρίου, σκεύη πολύτιμα είναι οι πιστοί. Όταν δεις λοιπόν κάποιον απ’ έξω να θέλει να κλέψει κρυφά ένα σκεύος, ακόμη κι αν εσύ δεν κινδυνεύεις από την ενέργειά του αυτή, αν αδιαφορήσεις και δεν προσέλθεις να καταγγείλεις το πράγμα σ’ εκείνους που μπορούν να το αποτρέψουν, είσαι ένοχος για την ψυχή του αδελφού σου, γιατί βλέπεις τον κλέφτη να αρπάζει και δεν τον εμποδίζεις ή μόνος σου ή με άλλον. Δεν σου τα λέω αυτά μόνο για να καταλάβεις πως κι εσύ κινδυνεύεις, αλλά για να σε προστατέψω, για να σε κάνω να φροντίζεις εξίσου για τη δική σου σωτηρία και για τη σωτηρία των άλλων. Γιατί έτσι θα μπορέσουμε να αξιωθούμε και τα αγαθά που μας υποσχέθηκε ο Θεός με τη χάρη του Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα στους απέραντους αιώνες. Αμήν.
[1] Δευτερ. 5, 17-18.
[2] Δευτερ. 10,18.
[3] Εξόδ. 20,10.
[4] Εδώ ο ιερός Χρυσόστομος αναφέρεται στο περιστατικό όπου ο προφήτης Ελισσαίος εξουδετέρωσε δηλητήριο που είχε ριχτεί σε φαγητό μέσα σε μια χύτρα (Δ΄ Βασιλ. 4, 3841).
[5] Ψαλμ. 49,18.
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Λόγοι περί μοίρας και προνοίας, περί θανάτου, και περί της μελλούσης κρίσεως, μετάφραση Ευάγγελος Γ. Καρακοβούνης, 1η έκδ., Αθήνα, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, 1998