Η σχέση μας με τον Θεό είναι προσωπική φιλία…
Η παραβολή των ταλάντων παρουσιάζει έναν άρχοντα που, επειδή έφυγε για μακρινό ταξίδι, έδωσε στους υπηρέτες του να διαχειριστούν ένα μεγάλο χρηματικό ποσόν. Σε έναν δίνει ένα τάλαντο, σε άλλον δίνει δύο και σε έναν τρίτο πέντε τάλαντα. Το τάλαντο ήταν νόμισμα της εποχής εκείνης, πολύ μεγάλης αξίας. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα επέστρεψε και αφού κάλεσε τους υπηρέτες του, ζήτησε να μάθει πως διαχειρίστηκαν το χρηματικό ποσόν που τους παρέδωσε. «Εκείνος που είχε πάρει τα πέντε τάλαντα, προσήλθε καί έφερε άλλα πέντε τάλαντα και είπε: Κύριε, μου παρέδωσες πέντε τάλαντα· κοίτα, κέρδισα άλλα πέντε τάλαντα. Ὁ κύριός του τού είπε: Εύγε, δούλε καλέ και πιστέ. Σε λίγα φάνηκες αξιόπιστος, σε πολλά θα σε εγκαταστήσω. Μπες στη χαρά του κυρίου σου. Ήλθε κι εκείνος που είχε πάρει τα δύο τάλαντα και είπε: Κύριε, δύο τάλαντα μου παρέδωσες· κοίτα, κέρδισα άλλα δύο τάλαντα. Ο κύριός του τού είπε: Εύγε, δούλε καλέ και πιστέ. Σε λίγα φάνηκες αξιόπιστος, σε πολλά θα σε εγκαταστήσω. Μπες στη χαρά του κυρίου σου. Ήλθε κι εκείνος που είχε πάρει το ένα τάλαντο και είπε: Κύριε, ήξερα ότι είσαι ένας σκληρός άνθρωπος, θερίζεις εκεί, όπου δεν έσπειρες και μαζεύεις εκεί, όπου δεν σκόρπισες και επειδή φοβήθηκα, πήγα κι έκρυψα το τάλαντό σου στο χώμα· να, έχεις ό,τι είναι δικό σου».
Αν θα βλέπαμε την σκηνή αυτή με καθαρά ανθρώπινα κριτήρια, θα λέγαμε ότι πιο φρόνημα ενήργησε ο τρίτος υπηρέτης με το ένα τάλαντο, γιατί ο πρώτος και ο δεύτερος εμπορεύτηκαν το μεγάλο χρηματικό ποσό με κίνδυνο να το χάσουν. Κανείς δεν κερδίζει αν δεν κάνει κάποιες διαχειριστικές ενέργειες. Οι δύο πρώτοι εμπορεύτηκαν τα ξένα χρήματα και κέρδισαν, όμως υπήρχε και το ενδεχόμενο να χάσουν. Πήραν ένα μεγάλο ρίσκο. Ο τρίτος επειδή τα σκέφτηκε όλα αυτά, φύλαξε καλά τα χρήματα και όταν επέστρεψε το αφεντικό του τα έδωσε, με τα λόγια, «Κύριε, ήξερα ότι είσαι ένας σκληρός άνθρωπος, θερίζεις εκεί, όπου δεν έσπειρες και μαζεύεις εκεί, όπου δεν σκόρπισες και επειδή φοβήθηκα, πήγα κι έκρυψα το τάλαντό σου στο χώμα· να, έχεις ό,τι είναι δικό σου».
Ο άρχοντας θύμωσε πολύ και του είπε, «Πονηρέ δούλε και οκνηρέ, ήξερες πως θερίζω εκεί, όπου δεν έσπειρα και μαζεύω εκεί, όπου δεν σκόρπισα. Έπρεπε λοιπόν να βάλεις τα χρήματά μου στους τραπεζίτες και εγώ, όταν επέστρεφα, θα τα έπαιρνα πίσω με τόκο. Πάρτε απ΄ αυτόν το τάλαντο … και τον άθλιο δούλο ρίξτε τον έξω στο σκοτάδι· εκεί θα υπάρχει κλάμα και τρίξιμο των δοντιών». Ο δούλος αυτός δεν έκλεψε τον Κύριό του, δεν καταχράστηκε τα χρήματα που του εμπιστεύτηκε, τα φύλαξε καλά και τα επέστρεψε ακέραια. Παράλληλα όμως, όπως βλέπουμε, δικαιολογεί και τον τρόπο που επέλεξε να φυλάξει το τάλαντο, κατηγορώντας τον κύριό του πως είναι σκληρός και άδικος.
Ο θησαυρός αυτός είναι η πίστη μας, η πνευματική ζωή, η σωτηρία μας και εμείς χρειάζεται να την αυξήσουμε, έστω και με τον κίνδυνο να την χάσουμε. Η αυθεντική πνευματική ζωή κρύβει ένα ρίσκο, όπως οι οικονομικές δραστηριότητες που ο Χριστός χρησιμοποίησε σαν παράδειγμα στην παραβολή αυτή. Είναι μία πάλη, κατά την οποία ποτέ δεν είναι σίγουρος κανείς για τίποτα. Ένα παράδειγμα είναι η στάση του Πέτρου στην αυλή του Αρχιερέως. Μπορούσε να απομακρυνθεί όπως οι άλλοι μαθητές και από μακριά να αγαπάει τον Διδάσκαλό του. Προτίμησε όμως να τον ακολουθήσει στις δύσκολες στιγμές που περνούσε, έστω και με τον κίνδυνο να τον … αρνηθεί. Συχνά, θεωρούμε την σχέση μας με το Θεό κάτι το τυποποιημένο και τον Θεό αυστηρό Κριτή, όπως ο τρίτος δούλος. Τότε δεν νοιαζόμαστε να αυξήσουμε την αγάπη μας για αυτόν και απλά προσπαθούμε να είμαστε τυπικά καλοί χριστιανοί για να αποφύγουμε την κόλαση.
Ο Χριστός δεν το θέλει αυτό. Στο βιβλίο της Αποκάλυψης γράφει: «Ξέρω τα έργα σου· ούτε κρύος είσαι, ούτε ζεστός. Θα ήθελα να είσαι, είτε κρύος, είτε ζεστός. Αλλ’ επειδή είσαι χλιαρός και ούτε ζεστός, ούτε κρύος, θα σε ξεράσω από το στόμα μου» (Απ. 3,15-16). Ο χριστιανός οφείλει να προσπαθεί να γνωρίσει περισσότερο τον Θεό, γιατί μόνο αν τον γνωρίσει θα τον αγαπήσει. Δεν μπορούμε να αγαπάμε κάτι το άγνωστο. Η σχέση μας με τον Θεό είναι προσωπική φιλία και κοινωνία.
Χρειάζεται λοιπόν τον θησαυρό που μας δόθηκε να τον εμπορευθούμε και να τον αυξήσουμε για να ακούσουμε, «εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ!… εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου». Αμήν.