Κάποτε ἕνας ἡλικιωμένος μοναχός, ἐνῶ καθόταν στό κελλί του, ἄκουσε ἀγγελική φωνή νά τοῦ λέει...
‘‘Κάποτε’’, διηγήθηκε ὁ ὅσιος, ‘‘ἕνας ἡλικιωμένος μοναχός, ἐνῶ καθόταν στό κελλί του, ἄκουσε ἀγγελική φωνή νά τοῦ λέει:
’’- Βγές ἔξω, νά σοῦ δείξω τήν ἀξία τῶν ἔργων τῶν ἀνθρώπων.
’’Βγῆκε ὁ μοναχός καί ἀκολούθησε τόν ἄγγελο σέ κάποιο τόπο, ὅπου ἕνας ἄνθρωπος ἔκοβε ξύλα. Ὅταν τελείωσε, τά ἔδεσε καί προσάθησε νά τά σηκώσει, ἀλλά δέν μπόρεσε. Ἄφησε τότε κάτω τό δεμάτι, πρόσθεσε κι ἄλλα ξύλα καί διαρκῶς συνέχιζε νά προσθέτει.
’’Προχώρησαν πιό κάτω, καί δείχνει ὁ ἄγγελος στό μοναχό ἄλλον ἄνθρωπο, πού ἀντλοῦσε νερό ἀπό ἕνα πηγάδι μέ τρύπιο κουβά. Καί ὅπως ἦταν φυσικό μέχρι ν’ ἀνεβάσει τόν κουβά, τό νερό χυνόταν ὅλο.
’’Πιό πέρα βλέπουν ἕνα μεγάλο ναό. Δυό καβαλάρηδες, κρατώντας ὁριζόντια ἕνα τεράστιο ξύλο, προσπαθοῦσαν γιά πολύ ὥρα νά μποῦν μέσα. Δέν τά κατάφεραν ὅμως, γιατί οὔτε ἔσκυβαν οὔτε τό ξύλο ἄφηναν.
’’-Ἄκουσε τώρα πῶς ἐξηγοῦνται αὐτά, εἶπε ὁ ἄγγελος.
Αὐτοί πού βαστούσαν τό ξύλο, συμβολίζουν ὅσους πιστεύουν πώς εἶναι δίκαιοι. Κι ἔτσι, γιά τήν ὑπερηφάνειά τους, μένουν ἔξω ἀπό τόν παράδεισο.
Ἐκεῖνος πού ἔβγαζε νερό μέ τό τρύπιο δοχεῖο, καλλιεργεῖ βέβαια τίς ἀρετές –νηστεία, προσευχή, ἐλεημοσύνη κ.ἄ.- ἀλλά εἶναι ἀνθρωπάρεσκος. Κι ἐπειδή τοῦ ἀρέσουν ἡ ἐπίδειξη κι ὁ ἕπαινος τῶν ἀνθρώπων, γι’ αὐτό δέν θά ἔχει καθόλου μισθό.
Ἐκεῖνος, τέλος, πού δέν μποροῦσε νά σηκώσει τά ξύλα, συμβολίζει καθένα πού ἔχει πολλές ἁμαρτίες, κι ἀντί νά τίς ἀποβάλει μέ τή μετάνοια, προσθέτει κι ἄλλες’’.