Στα χέρια του Θεού
Μετὰ τὸ εὐξασθαι περὶ πάντων», ερμηνεύει ο Νικόλαος ο Καβάσιλας, «ἑαυτοὺς κελεύει τῷ Θεῷ παρατίθεσθαι». Δηλαδή· αφού ευχηθούμε για όλα, ύστερα ο λειτουργός προτρέπει να αφήσουμε τον εαυτό μας στο Θεό. Αυτό θα το ακούσουμε πολλές φορές ως το τέλος της θείας Λειτουργίας, κι είναι από τα πιο κρίσιμα, θα λέγαμε, σημεία της προσευχής. Όλη η πίστη, όλη η εμπιστοσύνη κι ότι μπορείς πιο πολύ να κάνεις είναι να αφήσεις τον εαυτό σου στο Θεό. Όλοι οι Άγιοι είναι άνθρωποι αφημένοι στο Θεό, κι αυτοί μόνο μπορούν να μας πουν και να μας βεβαιώσουν τι ακριβώς είναι η ανάπαυση, για την οποία λέει ο Ιησούς Χριστός «κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς». Ελάτε κοντά μου κι αφήστε τον εαυτό σας σε μένα· τη ζωή σας με τις δυσκολίες και τα προβλήματά της, τον κόπο σας και τον αγώνα σας, τις ανησυχίες και τις αγωνίες σας. Και θα βρείτε ανάπαυση· θα βρείτε δύναμη για να παλέψετε, και ασφάλεια για να ξεθαρρέψετε, και ειρήνη για να ζήσετε.
Πρέπει να ομολογήσουμε πως δεν είμαστε καθόλου έτοιμοι για να καταλάβουμε και να δεχθούμε το «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Και το ακούμε πολλές φορές στη θεία Λειτουργία, ακριβώς για να το προσέξουμε και να το σκεφθούμε καλά. Μας τραβάνε τα πράγματα του κόσμου και μας βγάζουν από τον εαυτό μας. Η μέριμνα, για την οποία λέει ο Ιησούς Χριστός στο Ευαγγέλιο, είναι το κομμάτιασμα και το σκόρπισμα του εαυτού μας μέσα στα πράγματα του κόσμου και τις περιστάσεις του βίου. Στον καιρό μας αυτή η μέριμνα έχει τόσο ενταθεί, που δεν μπορούμε πια να ζήσουμε· μας πνίγει το άγχος, μας γονατίζει ο κόπος, μας σφίγγει η αγωνία, μας παραλύει ο φόβος. Ανάπαυση και ειρήνη δεν έχουμε κι όταν ακόμα δεν μας λείπουν τα αγαθά· και τότε είμαστε κουρασμένοι, κουρασμένοι από τη χορτασιά. Γιατί η χορτασιά και η πλησμονή κουράζουν περισσότερο από την ανέχεια και τη στέρηση.
Αλλά οι πιστοί συναζόμαστε για να βρούμε τον εαυτό μας, επειδή μέσα στη θάλασσα του βίου πνιγόμαστε και χανόμαστε κάθε ώρα. Συναζόμαστε για να στηριχθούμε ο ένας στον άλλον κι όλοι μαζί στο Θεό· «εἰς τὸ στηριχθῆναι καὶ συμπαρακληθῆναι», καθώς γράφει ο Απόστολος προς Ρωμαίους, για να στηριχθούμε και να βρούμε ξεκούραση ο ένας στον άλλο. «Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα» προτρέπει ο λειτουργός κι ο λαός μ’ ένα στόμα απαντά «Σοὶ Κύριε». Είναι η τρίτη αυτή απάντηση μετά το «Ἀμήν» και το «Κύριε ἐλέησον» και θέλει να πει· «Ναι, Κύριε, σε σένα αφήνομε τον εαυτό μας και στα χέρια σου εμπιστευόμαστε όλη μας τη ζωή». Πόσο, αλήθεια, πιο εύκολα και πιο αυθόρμητα μπορούμε να το πούμε αυτό όλοι μαζί κι ο καθένας για τον εαυτό του, μέσα στη σύναξη της Εκκλησίας, όπου ο ένας στέκει κοντά στον άλλον και παίρνει θάρρος μαζί με τον αδελφό του! Είναι μεγάλη η δύναμη του καθένα μας μέσα στη σύναξη της Εκκλησίας, γιατί δεν προσεύχεται μόνος του, αλλά μαζί με όλους τους Αγίους. Όχι μόνο εκείνους τους πριν από ’μας, αλλά κι αυτούς που είναι τώρα εδώ μαζί μ’ εμάς· κι είναι πάντα πολλοί άγιοι μεταξύ μας κι ας μην τους ξέρωμε. Όλοι, και εκείνοι και εμείς, συναγμένοι στο όνομα του Ιησού Χριστού, τελούμε τώρα τη θεία Λειτουργία. Και η σύναξη μας αυτή δεν είναι ένα ανώνυμο πλήθος λαού, ένας όχλος απρόσωπος, αλλά μια κοινωνία προσώπων, που προσεύχονται ο ένας για τον άλλον κι όλοι μαζί για όλους. Αυτό θα πει το «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους».