Η φλογισμένη κακία των δαιμόνων. Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης
Εδώ στη γειτονιά – ανέφερε μία γυναίκα από τη Σίψα – ήμουν παντρεμένη, απέναντι, ένας δρόμος μας χώριζε με τον Γέροντα.
Μία φορά είχε έρθει μία θεία μου, που αυτή, όπως έμαθα αργότερα, πήγαινε σε μάγους. Ήταν το 1957. Μόλις ήρθε στον Γέροντα, απότομα την σταμάτησε: «Μη μπαίνεις μέσα στην αυλή. Δεν σε θέλω». «Μα γιατί, τι έκανα;» «Αυτό που σου είπα, από μακριά άκουσέ με. Άλλαξε όλα αυτά που κάνεις και μετά θα ‘ρθεις σε μένα. Εγώ μάγια δεν κάνω. Εγώ σας δέχομαι μόνο, αν μετανοήσετε και έρθετε στην πίστη τη δική μου».
Ήρθε μετά η θεία μου στο σπίτι και μου παραπονέθηκε: «Έκανα τόσο δρόμο να ‘ρθω από το χωριό εδώ και μόλις πήγα ο καλόγερος μ’ έδιωξε. Πήγαινε και ρώτα τον γιατί».
Εγώ είχα μία τόλμη, αντί για φόβο, ήμουν μόλις 17 χρονών. Την άλλη μέρα τον συνάντησα στον δρόμο και τον σταμάτησα: «Θέλω να σε ρωτήσω κάτι», τον είπα. «Ξέρω πολύ καλά τι ζητάς να μάθεις. Παιδί μου, αυτήν την θεία σου πέστην να πάει να αλλάξει τα πάντα από αυτά που κάνει. Να ‘ρθει στον δρόμο τον δικό μου και πάντα δεκτή είναι. Παιδί μου, φωτιά έρχεται, καίει, όπου έρχεται δεν καίει μόνον ένα, όλους θα μας κάψει».
Εγώ η καϋμένη τον κοίταζα απορημένη. Πού βλέπει, σκεφτόμουν, τη φωτιά; Μα εκείνος με τα φωτισμένα μάτια της ψυχής του έβλεπε τη φλογισμένη κακία των δαιμόνων εναντίον μας.