Οἱ λαϊκοὶ ξεπερνοῦν καμμιὰ φορὰ τους Μοναχούς!
Ένα χειμωνιάτικο πρωϊνὸ ὁ περίφημος ρουμάνος ασκητὴς Κλεόπας Ιλίε βρισκόταν στὸ ῾Ιερό ἑνὸς μοναστηριακού Ναού καὶ διάβαζε γονατιστὸς τὴν ᾿Ακολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως.
Μετά απὸ λίγη ὥρα μπῆκε στὴν ᾿Εκκλησία γιὰ νὰ προσευχηθή μιὰ γυναίκα ποὺ εἶχε ἔρθει στὸ Μοναστήρι απὸ τὸ βράδυ.
«Προσκυνούσε όλες τὶς εἰκόνες καὶ ἔκανε παντού μετάνοιες, διηγεῖται ὁ π. Κλεόπας. Δὲν γνώριζε ὅτι κάποιος ἦταν μέσα στὴν Εκκλησία. Την παρατηρούσα συνεχῶς απὸ τὴν Ωραία Πύλη.
Εκείνη, ἀφού προσκύνησε τὶς εἰκόνες, γονάτισε στὸ μέσον τῆς Εκκλησίας, ὕψωσε τὰ χέρια της καὶ ἔλεγε ἀπὸ τὴν καρδιά της αυτά τὰ λόγια:
— Κύριε, μὴ μὲ ἐγκαταλείπης! Κύριε, μὴ μὲ ἐγκαταλείπης!
Εἶδα τότε ἕνα λαμπρὸ κίτρινο φῶς γύρω της καὶ τρόμαξα! ῾Η γυναίκα ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ καὶ προσευχόταν σιωπηλά.
Η φωτεινὴ νεφέλη ποὺ τὴν περιέλουζε, μεγάλωσε περισσότερο καὶ μετὰ σιγὰ-σιγὰ ἐξαφανίστηκε.
᾿Αφοῦ ἔσβησε τὸ θεῖο φῶς, σηκώθηκε στὰ πόδια της καὶ βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία.
Ηταν μιὰ ἁπλὴ γυναίκα ἀπὸ τὰ γειτονικὰ χωριά μας.
Ιδοὺ λοιπόν, ποιὸς ἔχει τὸ δῶρο τῆς προσευχῆς! Να που οἱ λαϊκοὶ ξεπερνοῦν καμμιὰ φορὰ τους Μοναχούς!
Εγὼ ἔκανα μετά προσκομιδή καὶ από την μεγάλη μου συγκίνηση άρχισα να κλαίω καὶ ἔτρεμα μὲ τὰ χαρτιὰ μνημονεύσεως στὸ χέρι. Μόνον ο Θεός γνωρίζει πόσοι υπάρχουν ἐκλεκτοὶ σ᾿ αυτόν τον κόσμο!».
Μοναχοῦ Σεραφείμ, Χαρίσματα καὶ Χαρισματοῦχοι, τ.Γʹσελ.217-218, ᾿Εκδόσεις ῾Ιερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ωρωπὸς Αττικῆς 1990.