Θέλω να με φωνάζετε...
Η Θεοτόκος είναι το σπουδαιότερο και αγιώτερο πρόσωπο, που παρουσίασε η γη. Ποία άλλη ξεπέρασε στην αγιότητα όλους τους Αγίους, τους Προφήτες, τους Πατέρες, τους Ασκητές, τους Μάρτυρες, τους Αποστόλους; Πρώτη μετά τον Ένα είναι η Παναγία, η Αειπάρθενος Θεοτόκος, αυτή είναι, κατά τον θεολόγο Άγιο Γρηγόριο, η «μετά Θεόν, Θεός». Γι’ αυτό και δεν ονομάζεται απλώς Αγία, αλλά Παναγία.
Αυτή είναι και ευεργέτις του κάθε Ορθοδόξου Χριστιανού προσωπικά. Ποιός πιστός Ορθόδοξος δεν ωφελήθηκε από την Θεοτόκο; Ποιός Χριστιανός στα βάσανά του δεν έτρεξε σε Αυτήν και δεν βοηθήθηκε θαυματουργικά; Σ’ Αυτή δεν καταφεύγουμε περισσότερο και από την μητέρα μας; Στα βάσανα που μας κτυπούν, «Παναγιά μου»! δεν φωνάζουμε;
Αυτή είναι η «ευλογημένη εν γυναιξί», η «τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ». Είναι η «αγιωτέρα πάντων των Αγγέλων» και η Βασίλισσα των Ουρανών!
«Θέλω να με φωνάζετε…»
Μία νεαρά σχετικώς κυρία είχε υποστή κάποιο εγκεφαλικό επεισόδιο με αποτέλεσμα να παραλύση τελείως από τη μέση και κάτω, έμεινε παράλυτη από τη μέση και κάτω, και ελαφρά από τη δεξιά της πλευρά. Το μυαλό της, όμως, και η ομιλία της δεν πειράχτηκαν καθόλου… Από τη γερόντισσα Μακρίνα, αυτή η συγκεκριμένη κυρία είχε μάθει, πριν από τέσσερα – πέντε χρόνια, την ευχή και επεκαλείτο συνεχώς, όχι μόνο το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, αλλά και της Υπεραγίας Θεοτόκου. Έτσι, κατάκοιτη και ακίνητη, όπως ήταν, με το ελεύθερο αριστερό της χέρι, έκαμε συνέχεια κομποσχοίνι στο όνομα της Παναγίας, λέγοντας και φωνάζοντας με πόνο και θέρμη «Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθει μοι».
«Υπεραγία Θεοτόκε, σώσόν με».
«Παναγία μου, σώσέ με, είμαι αμαρτωλή».
Ύστερα από αρκετές ημέρες συνεχών επικλήσεων, ω του θαύματος θα ανακράζαμε όλοι μαζί, παρουσιάστηκε ένα βράδυ την ώρα που ήτο ξυπνητή, και απευθυνόταν προς την Παναγία με το κομποσχοινάκι της, παρουσιάστηκε Εκείνη ολόλαμπρη μπροστά της. Φωτεινή σαν τον ήλιο. Και είχε τέτοια ομορφιά που θαμπώθηκε, όχι μόνον από την θεϊκή ακτινοβολία της, αλλά και από την απερίγραπτη ωραιότητά της. Το ανάστημά της ήτο μεγαλοπρεπέστατο, ουράνιο και ακατάληπτο, ενώ πίσω της εφαίνοντο πολύ καθαρά ένα πλήθος από τάγματα αγγέλων και αρχαγγέλων. Ταυτόχρονα είχε την ορατή αίσθηση ότι με τη θεία της παρουσία η Παναγία σκέπαζε ολόκληρο τον κόσμο.
Και μέσα στο ιερό δέος της, τον θαυμασμό και την κατάπληξή της, άκουσε την ουράνια φωνή Της να την ρωτάει.
– Τι θέλεις να σου κάνω, Μαρία, παιδί μου; – Μαρία την έλεγαν.
Και η άρρωστη αλλά ευλαβής εκείνη χριστιανή, χωρίς δισταγμό, Της απάντησε:
Θέλω να γυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο, γιατί είμαι παράλυτη απ’ τη μέση και κάτω, και δεν μπορώ. Κουράστηκε η πλάτη μου απ’ την ακινησία. Ιδιαιτέρως, όμως, θέλω να σωθώ. Τη σωτηρία μου ποθώ, γι’ αυτό και Σε φωνάζω.
Και η Υπεραγία Θεοτόκος, η γλυκυτάτη Παναγία μας, που συμπονάει με τους πόνους μας και τα βάσανά μας, της απάντησε:
– Αυτά θα σου τα δώσω. Και, γι’ αυτό ήλθα, επειδή με φωνάζεις κάθε μέρα, απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. Γιατί θέλω να με φωνάζετε! Να με φωνάζετε συνεχώς. Και ’γώ ακούω και έρχομαι. Θέλω να με φωνάζης, της είπε. Θέλω να με φωνάζετε όλοι σας, όλοι οι χριστιανοί.
Πλημμύρισε, όχι μόνον το δωμάτιο από την υπέρλαμπρη φωτοχυσία της, και το ουράνιο άρωμά της, αλλά και ολόκληρο το σπίτι της. Όλα τα μέλη της οικογένειάς της, κατά την μαρτυρία της αείμνηστης γερόντισσας, έζησαν αυτό το ολοζώντανο θαύμα. Η δε ουράνια αυτή ευωδία παρέμεινε διάχυτη για μέρες μέσα στο σπίτι, και ιδιαίτερα στο δωμάτιο της άρρωστης. Το πρόσωπο της Μαρίας έλαμπε από την πολλή χάρη που έλαβε. Και όχι μόνον άρχιζε να κινή το σώμα της, και να γυρίζη πλευρό με ευκολία, αλλά σε λίγες μέρες έγινε τελείως καλά και σηκώθηκε υγιεστάτη.
Ας μη μείνουμε στο καταπληκτικό αυτό θαύμα της θείας παρουσίας της Υπεραγίας Θεοτόκου, ούτε στο θαύμα της θεραπείας της άρρωστης. Αλλά ας ενθυμούμεθα αυτά που είπε η Παναγία μας, η Μητέρα όλων μας. Τι είπε; «Θέλω να με φωνάζετε». «Θέλω να με επικαλήσθε. Και ’γω ακούω και έρχομαι. Θέλω να με φωνάζετε. »
«Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθησέ με»,
«Υπεραγία Θεοτόκε, σώσέ με»,
«Υπεραγία Θεοτόκε, σώσε το παιδί μου», και ο,τι άλλο νομίζετε ότι μπορείτε να φωνάξετε απ’ το βάθος της καρδιάς σας, αυτό που μας πονάει συνήθως περισσότερο.