Η αγάπη του Αγίου Παϊσίου
-Γέροντα, εμένα δεν με αγαπάει κανείς, δεν με έχει ακούσει κανείς. Θέλω να με ακούσεις.
Ο Άγιος Παΐσιος συμφώνησε. Κάθισαν στο πεζούλι και ο νεαρός άρχισε να μιλάει ακατάπαυστα. Είχε φτάσει σε μεγάλη απελπισία.
Ο Γέροντας είχε μουδιάσει στο πεζούλι, είχε παγώσει, αλλά προτίμησε να μην τον διακόψει ούτε λεπτό, ούτε να σηκωθεί, για να μην του δείξει ότι κουράστηκε ή ότι βαρέθηκε και δεν τον ακούει. Για την εύθραυστη υγεία του ήταν πραγματικά ένα μαρτύριο, μια θυσία. Διηγείτο ο ίδιος:
-Όταν πέρασε η ώρα, προσπαθούσα να μην κουνηθώ ούτε απ’ εδώ ούτε από κει, για να μην του δώσω την εντύπωση ότι βαρέθηκα. Επί εννιάμισι ώρες καθόμουν και τον άκουγα. Ήμουν από αγρυπνία, είχα προβλήματα με τα έντερά μου και καθόμουν σε μια πλάκα και κρύωνα. Αφού τον δέχτηκα, έπρεπε να τελειώσω. Αν π.χ. τον κρατούσα οκτώμισι ώρες και μετά τον έδιωχνα, άδικος και ο κόπος των οκτώμισι ωρών.
Ο νέος έφυγε αναπαυμένος και θεραπευμένος. Ο Θεός, βλέποντας αυτή τη θυσιαστική αγάπη του Γέροντα, θεράπευσε τον ταλαίπωρο αυτό άνθρωπο. Και ο γέροντας κατέληξε:
-Την άλλη μέρα ήρθε ο αδερφός του να μ’ ευχαριστήσει. «Τι μ’ ευχαριστείς; Τι έκανα; Αυτός υπέφερε οκτώ χρόνια κι εγώ που τον άκουσα εννιάμισι ώρες έκανα τίποτα;» Ο άνθρωπος τακτοποιήθηκε, τώρα είναι καθηγητής και οικογενειάρχης πιστός, έρχεται και με βλέπει.